Ως ενεργειακή ασφάλεια ορίζεται η προμήθεια οποιασδήποτε μορφής ενέργειας με αξιοπιστία, με επάρκεια και οικονομική προσιτότητα, διαφυλάσσοντας συγχρόνως την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Το συγκεκριμένο ζήτημα εισήλθε στο διεθνές επιστημονικό και πολιτικό πεδίο ενδιαφέροντος, για πρώτη φορά, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Η σημασία της ενέργειας, έκτοτε, αποκτώντας ουσιαστικό και πολυδιάστατο ρόλο, συνδέθηκε άρρηκτα με την δυνατότητα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, την απρόσκοπτη διαθεσιμότητα στους καταναλωτές, αλλά και με την άνθηση της διεθνούς οικονομίας και την εθνική ασφάλεια των χωρών.
Ειδικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η αύξηση των περιβαλλοντικών θεμάτων και η κλιματική αλλαγή, συνδυαστικά με την ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη εξεύρεσης καυσίμων, λόγω της περιορισμένης ποσοτικά και γεωγραφικά διαθεσιμότητας των ορυκτών πόρων, εντάχθηκαν και μονοπωλούν την ατζέντα των περισσότερων κρατών στον κόσμο. Το ζήτημα της απρόσκοπτης διασφάλισης της ενεργειακής προμήθειας και διαθεσιμότητας, με αποδεκτούς όρους στις διακρατικές συμφωνίες, παράλληλα με την προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί το νέο παζλ για τους ηγέτες του κόσμου, καθώς η επιβίωση, εν μέρει η ευημερία και σίγουρα η ασφάλεια των πολιτών σχετίζονται καθολικά και απαράβατα με όλες τις πτυχές και τις λειτουργίες κάθε οργανωμένου κράτους.
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει άμεσα τον ενεργειακό τομέα. Ο συνδυασμός των υψηλών θερμοκρασιών στα κράτη-παραγωγούς, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, μαζί με το δριμύ ψύχος στους πόλους και τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν ήδη αλλάξει τα δεδομένα επηρεάζονται την εξόρυξη πόρων, την ανεμπόδιστη διέλευση των εμπορικών πλοίων, ενώ συγχρόνως εντείνουν τον ανταγωνισμό και διευκολύνουν τις πολεμικές συρράξεις ανάμεσα στα κράτη-κατόχους των πόρων και τους συμμάχους της κάθε πλευράς.
Η έλλειψη της απαραίτητης τεχνολογίας και του εξοπλισμού, καθώς και η ελλιπής τεχνογνωσία των κρατών-κατόχων των πόρων είναι ένας ακόμη παράγοντας που οδηγεί στην εξάρτηση τους από τις ιδιωτικές εταιρίες, καθώς με όπλο την ενέργεια στα πολυεθνικά εταιρικά τους χέρια έχουν τη δυνατότητα να εκφοβίσουν το κράτος-κάτοχο-προμηθευτή υποκινώντας πολλές φορές τις γεωπολιτικές διενέξεις και την αποσταθεροποίηση στα τοπικά και περιφερειακά υποσυστήματα του χάρτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και τα κοιτάσματα.
Η ενεργειακή τρομοκρατία είναι μία ακόμη συνέπεια της ελλιπούς ασφάλειας με την έντασή της να απασχολεί ήδη την διεθνή κοινότητα. Η δράση των ενεργειακών τρομοκρατών αφορά πράξεις με αμφιλεγόμενο θρησκευτικό, κοινωνικό ή/και πολιτικό κίνητρο. Σκοπό έχουν τον εκφοβισμό και την παράνομη ισχύ με πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Οι τρομοκράτες συχνά υποστηρίζουν ότι ο φυσικός πλούτος των χωρών ανήκει στον λαό, εξεγείροντας με αυτό τον τρόπο τους ντόπιους πληθυσμούς και λαμβάνοντας στη συνέχεια την «λαϊκή νομιμοποίηση».
Οι επιθέσεις σε υποδομές ενέργειας, συνήθως δυτικών συμφερόντων, λειτουργούν ως μέσο πίεσης. Παραδείγματα του παραπάνω είναι οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν σε εγκαταστάσεις ενέργειας και υγροποιημένου φυσικού αερίου στο Σουδάν και την Αλγερία από οργανώσεις συνδεδεμένες με την Αλ Κάιντα, οι απειλές της Αλ Κάιντα για επιθέσεις σε πηγές ενέργειας (1998 & 2006), οι επιθέσεις σε σταθμούς διανομής και διυλιστήρια στην Νιγηρία, οι επιθέσεις της Boko Haram σε εγκαταστάσεις γνωστής εταιρίας εξόρυξης και διάθεσης ενέργειας, αλλά και οι επιθέσεις της φυλής Mend που διεκδικούν ακόμη και σήμερα την εκμετάλλευση των πόρων στα εδάφη τους.
Έως τώρα, η ενεργειακή τρομοκρατία, που προέρχεται από την δράση των κρατών-τρομοκρατών ή/και των υποστηρικτών τους, όπως είναι για παράδειγμα η Hesbollah, δεν έχει καταδικαστεί με πολιτική ορθότητα από τα κράτη του κόσμου. Αντιθέτως, στο όνομα της ενέργειας, εντείνονται όλο και περισσότερες τάσεις προς την απολυταρχία, μέσω της ανοχής των δικτακτορικών καθεστώτων με την διεθνή ματιά να κοιτάζει από την άλλη πλευρά. Επιπλέον, η ενεργειακή ανασφάλεια προωθεί τη βιομηχανική κατασκοπεία, τη μη τήρηση του νόμιμου (που αντικαθίσταται από το νομότυπο) την καταστρατήγηση των ατομικών ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ενώ συγχρόνως ταΐζει την τοξική σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και οδηγεί την πλειοψηφία των πολιτών του κόσμου στην φτωχοποίηση.
Η σύγχρονη ιστορία αποδεικνύει περίτρανα ότι η ενεργειακή ασφάλεια δεν συνδέεται πλέον αποκλειστικά με το πεδίο του στρατιωτικού πολέμου, αντιθέτως επηρεάζει και την ανθρώπινη ασφάλεια την διεθνή οικονομία. Η διεθνής ανησυχία έχει εντάξει την ενεργειακή ασφάλεια ανάμεσα στα καυτά θέματα της ατζέντας των κρατών, όπως είναι η εθνική ασφάλεια και η κλιματική αλλαγή. Το ΝΑΤΟ διευρύνει ήδη το φάσμα ενδιαφέροντος, εξετάζοντας το «Περιβάλλον και Ασφάλεια στις Διεθνείς Διαστάσεις.
Παρά τις συνεργασίες που μπορούν να συμβάλλουν στην μείωση των κινδύνων από τις συστημικές αλλαγές, η απόλυτη προστασία της ενέργειας καθίσταται μη εφικτή. Παρόλα αυτά, η ενεργειακή ασφάλεια επιβάλλεται πλέον να παραμείνει ψηλά στους στόχους της Διεθνούς Κοινότητας ως αναγκαιότητα στην μάχη για την επιβίωση και την προσαρμογή μας μας στο διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα και στις νέες συνθήκες που προκύπτουν από αυτό.