«Πού πήγαν οι χαρταετοί, μπαμπά;» με ρώτησε κάποτε ο μικρός μου γιος. Είχε δει δυο-τρεις όλους κι όλους ν’ ανεμίζουνε μια Καθαρά Δευτέρα και τους αναζήτησε, του είχαν κάνει εντύπωση μεγάλη. Βγήκε στο μπαλκόνι και τους γύρεψε με πείσμα περιπλανήθηκε το βλέμμα του στον ορίζοντα, με την ελπίδα να βρει έστω κι έναν σε καμιά γωνίτσα τ’ ουρανού.
Πού πήγαν οι χαρταετοί, αλήθεια; Δεν είναι και πολλά τα χρόνια που ‘σκιζαν τον αέρα όλη τη Σαρακοστή. Με το πρώτο χαμόγελο της άνοιξης, ξεχύνονταν στα χωράφια οι μπόμπιρες της γειτονιάς σέρνοντας τους αυτοσχέδιους χαρταετούς τους. Άλλαζε κι η ώρα, μεγάλωναν οι μέρες, φύσαγαν και κάτι βοριαδάκια μερακλήδικα, ό,τι πρέπει για πέταγμα! Τρέχανε πάνω κάτω, φωνάζανε στους αετούς τους να τους εμψυχώσουν, να πάνε πιο ψηλά ακόμα. Κι όταν καμιά φορά κάποιος χαρταετός γκρεμοτσακιζότανε βουτώντας απ’ τα νέφη κατευθείαν πάνω σε κανένα δέντρο ή μπερδευόταν στους φράχτες των χωραφιών, οι πιτσιρικάδες τρέχανε μ’ αγωνία και συμπόνια να τον μαζέψουν και να τον περιθάλψουν.
Και μετά, μπάλα και βόλτες με τα ποδήλατα μέχρι τη μαύρη νύχτα. Σαν τώρα ακούω τις μανάδες που βγαίνανε με τη βέργα να γυρέψουν τους πιο ανυπάκουους, αφού πρώτα είχαν ξελαρυγγιαστεί δίχως αποτέλεσμα. Τελείωνε άδοξα η μέρα, με κατσάδα για τα παρατημένα μαθήματα, καταναγκαστικό βραδινό μπάνιο και καμιά ξυλιά στα μαλακά. Δε βαριέσαι, θα σμίγανε με την παρέα στο σχολείο την επαύριο να καταστρώσουνε τ’ απογευματινό παιχνίδι. Δεν αργούσε και το Πάσχα, άσε τη μάνα να φωνάζει. Θα της περάσει.
Δε χαθήκανε, γιε μου, οι χαρταετοί από τη γειτονιά μας. Ούτε οι αλάνες και τα χωράφια εντελώς από αυτή την πολιτεία, σε πείσμα της «ανάπτυξης» και του τσιμέντου. Τα παιδιά χαθήκαν απ’ τους δρόμους. Μαντρισμένα σε κάποιο φροντιστήριο ξένων γλωσσών, πριν καλά καλά αρχίσουν το δημοτικό. Ή σε κάποιο ωδείο, σε αίθουσα σχολής χορού, σε κάποιο στενάχωρο γήπεδο ν’ αθλούνται οργανωμένα κάνοντας «προπόνηση» υπό το βλέμμα πάντα των μεγάλων. Σπαταλώντας το πολύτιμο μοναδικό παρόν τους, να κυνηγούν «εφόδια» για ένα μέλλον που άλλοι ονειρεύτηκαν γι αυτά και που ποτέ δε θα ‘ρθει. Κι όσα βρίσκονται στο σπίτι, κλεισμένα στην «ασφάλεια» του σαλονιού, μπροστά συχνά σε μια οθόνη, να μολύνει με βία και με μοναξιά την παιδική τους τη ζωή που χάνεται και φεύγει.
Τις τελευταίες μέρες μια παρέα πιτσιρίκια πάνε κόντρα του καιρού και ξεμυτίζουν κάθε απόγεμα στη γειτονιά. Τους καμαρώνω με το γιο μου απ’ το μπαλκόνι, να κλωτσάνε πάνω κάτω μία μπάλα και μόλις βαρεθούνε, να καβαλικεύουν τα ποδήλατά τους και να εξαφανίζονται. Σαν μουσική ακούγονται οι καβγάδες τους, σαν πίνακας ζωγραφικής οι γραμμές που χάραξαν στο δρόμο, σαν συμπόσιο φιλοσοφίας οι παιδικές τους συζητήσεις στην αλάνα. Αυτοί είναι οι πραγματικοί επαναστάτες της εποχής, σκέφτηκα αποτινάξανε τα δεσμά τους! Ποιος ξέρει, μπορεί και λόγω κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας να γλίτωσαν τη φυλακή των απογευματινών εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Να κέρδισαν τα παιδικάτα τους και το δικαίωμα να τα ζήσουν όπως πρέπει, να επέστρεψαν σ’ αυτό που ‘καναν τα παιδιά τόσους αιώνες: να παίζουν μεταξύ τους. Και κάθε μέρα εμφανίζονται καινούργιοι.
Άντε να μεγαλώσεις λίγο ακόμα, γιε μου, να σε γράψω κι εσένα στην αλάνα.
(Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών» )