Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
Και η καινούργια χρονιά, όπως προδιαγράφεται από τις μέχρι τώρα κρατήσεις, θα είναι καλή και ακόμα καλύτερη από τον προηγούμενο χρόνο, όχι μόνο για την Κρήτη αλλά και για τους άλλους γνωστούς προορισμούς της Ελλάδας. Επιπλέον φαίνεται πως ανοίγουν τα φτερά τους και εισέρχονται στο παιχνίδι σιγά-σιγά και άλλες τοποθεσίες μικρότερης εμβέλειας και λιγότερο διαφημισμένες στο εξωτερικό, όπως Λήμνος, Λέσβος, Σητεία, κλπ. Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να μας διαφεύγει η παρατήρηση ότι μεγάλος όγκος του τουριστών είναι ηλικιωμένοι, και έτσι θα συνεχιστεί για πολύ καιρό δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές χώρες από τις οποίες προέρχονται οι περισσότεροι, πλήττονται από την, ‘αθεράπευτη’ επί του παρόντος, γήρανση του πληθυσμού. Έτσι έρχεται στο προσκήνιο ο όρος ‘τουρισμός της τρίτης ηλικίας’, προς τον οποίο οφείλουν να στρέψουν το ενδιαφέρον τους οι τουριστικοί πράκτορες και τα σχετικά γραφεία. Οι ηλικιωμένοι, όμως, αποτελούν ειδική κατηγορία του τουριστικού ρεύματος και της τουριστικής βιομηχανίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ουδόλως ενδιαφέρονται για τα κλαμπ και τα ανάλογα μαγαζιά της παραλίας, λιγότερο για το κολύμπι και την ηλιοθεραπεία, και περισσότερο για τον πολιτιστικό και θρησκευτικό τουρισμό, ενώ μια ειδική κατηγορία προτιμάει την μακράς διάρκειας παραμονή στη χώρα μας όπως άρχισε ήδη να παρατηρείται σε πολλές περιοχές, κυρίως στους χειμερινούς μήνες. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω παρατηρήσεων είναι ότι οι ηλικιωμένοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν την κατηγορία εκείνη των επισκεπτών που θα επέκτειναν την τουριστική περίοδο προς τον χειμώνα, όπου τα μεγάλα τουριστικά ρεύματα μειώνονται αισθητά, εξασφαλίζοντας έτσι την άκρως επιθυμητή για εμάς παρατεταμένη τουριστική περίοδο.
Η πλειονότητα εκείνων που προτιμούν την χειμωνιάτικη ή και μακρύτερη παραμονή στη χώρα μας, προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και από αρκετές σκανδιναβικές, για την ώρα. Πολλοί από αυτούς είναι συνταξιούχοι οι οποίοι έχουν ήδη αγοράσει παλιά σπίτια που τα ανακαίνισαν και διαμένουν μόνιμα πια εδώ, έχοντας έτσι εγκαταλείψει τις χώρες από τις οποίες προέρχονται, αναζητώντας προφανώς ηπιότερα και θερμότερα κλίματα, ενώ ταυτόχρονα δίνουν ζωή σε πολλούς εγκαταλειμμένους οικισμούς από τους κατοίκους τους λόγω της αθεράπευτης ακόμα αστυφιλίας και τονώνοντας την οικονομία των περιοχών όπου προτίμησαν του λοιπού να διαμένουν.
Όμως, ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που θα μείνουν σε αυτούς τους προορισμούς, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών είναι ηλικιωμένοι και μάλιστα με πολλαπλά προβλήματα υγείας, κυρίως καρδιοπάθειες, αναπνευστική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, για να αναφέρουμε μερικά από τα πολλά και συχνότερα. Σε μικρότερα ποσοστά κυμαίνονται άλλα κάπως σπανιότερα, όπως για παράδειγμα η νεφρική ανεπάρκεια η οποία απαιτεί τρεις φορές εβδομαδιαίως αιμοκάθαρση σε ειδικό κέντρο. Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα αν και κατά πόσο μπορεί το σημερινό σύστημα υγείας να ανταπεξέλθει σε όλες αυτές τις απαιτήσεις και ιδιορρυθμίες των ξένων συνταξιούχων, με γνωστή τη σημερινή κατάσταση των νοσοκομείων μας αλλά και της υπόλοιπης αλυσίδας του υγειονομικού συστήματος με τις ελλείψεις προσωπικού και όλα τα άλλα συναφή που καλά γνωρίζουμε.
Είναι προφανές ότι ο αποκαλούμενος τουρισμός υγείας, βρίσκεται για τη χώρα μας, επί του παρόντος, στα σπάργανα τη στιγμή που άλλες χώρες, ανταγωνίστριες της δικής μας, έχουν ήδη δρομολογήσει την ανάπτυξη τέτοιων ρυθμίσεων και αξιοποιήσει κατάλληλα την ευκαιρία! Όμως είναι ένα πεδίο με πολλαπλές προκλήσεις για τη χώρα μας. Φυσικά ο κατάλληλος στρατηγικός σχεδιασμός είναι εκ προοιμίου απαραίτητος. Εδώ μάλλον οφείλει να εμπλακεί κυρίως ο ιδιωτικός τομέας, όπως ο κατασκευαστικός ή η ανάπτυξη ιδιωτικών μικρών θεραπευτηρίων, ή και η βελτίωση των ήδη υπαρχόντων και λειτουργούντων, σε αγαστή πάντοτε συνεργασία με τους ταξιδιωτικούς πράκτορες. Είναι προφανή και δεν χρήζουν ειδικής ανάλυσης τα πλεονεκτήματα του ιατρικού τουρισμού, ειδικά για την Ελλάδα, και δεν πρέπει να χαθεί ετούτη την ευκαιρία με δεδομένο τα πολλαπλά πλεονεκτήματα. Με τις έως τώρα γνωστές καταγραφές, τις επόμενες δύο δεκαετίες θα συνταξιοδοτηθούν πάνω από εκατό εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες, κι’ έτσι θα απαιτηθούν οι ανάλογες υπηρεσίες και η ζήτηση όλων όσων περιεγράφησαν, ενώ θα εξυφαίνεται όλο και συχνότερα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους πιθανούς αποδέκτες, δηλαδή τις χώρες υποδοχής και φιλοξενίας τους.