Περίπου ένα εκατομμύριο Ευρωπαίων καταναλωτών είχε εμπλακεί σε μια κάποτε πολύ δημοφιλή επιλογή, που αργότερα αποδείχθηκε καταστροφική: να πάρει δάνειο, συνήθως στεγαστικό, σε ελβετικό φράγκο.
Πολλές κυβερνήσεις, κυρίως κρατών της Κεντρικής Ευρώπης, αποφάσισαν στη συνέχεια να λύσουν το σοβαρό πρόβλημα που προκλήθηκε, αναγκάζοντας τις τράπεζες που είχαν χορηγήσει τα δάνεια να δεχθούν την αποπληρωμή τους σε ευρώ ή σε άλλο εθνικό νόμισμα.
Μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυτή η επιλογή ήταν ελκυστική για πολλούς δανειστές, διότι τα ελβετικά επιτόκια ήταν χαμηλότερα από αυτά της Ευρωζώνης ή άλλων χωρών της Ενωσης.
Ωστόσο, στη συνέχεια το ελβετικό φράγκο άρχισε να ενισχύεται έναντι του ευρώ, με την ισοτιμία να αλλάζει, από 1,6 ελβετικό φράγκο ανά ευρώ το 2009, στο 0,99 ελβετικό φράγκο ανά ευρώ στις 15 Ιανουαρίου του 2015, όταν η ελβετική κεντρική τράπεζα είχε μόλις εγκαταλείψει αναπάντεχα την προσπάθεια να διατηρήσει σταθερή τη συναλλαγματική ισοτιμία του φράγκου έναντι του ευρώ στο 1,2 ώστε να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητα των ελβετικών προϊόντων.
Το αποτέλεσμα της ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ και άλλων νομισμάτων ήταν να αυξηθεί ανάλογα και το ύψος του δανείου που είχαν πάρει οι καταναλωτές, διότι έπρεπε να το αποπληρώσουν στο ελβετικό νόμισμα.
Στην περίπτωση των περίπου 580.000 Πολωνών, η ισοτιμία ζλότι – ελβετικού φράγκου άλλαξε, από τα 2 ζλότι ανά φράγκο το 2008, στα 4 το 2019. Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, που έδιναν αφειδώς πριν από την κρίση όλες οι τράπεζες στην Πολωνία, ανέρχονται σε 34 δισ. δολάρια το 2019, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Μεγάλη ήταν η έκθεση σε δάνεια σε ελβετικό φράγκο και σε ευρώ και στην Ουγγαρία, με το ύψος αυτών των δανείων που είχαν δοθεί σε νοικοκυριά να υπολογίζεται σε περίπου 11,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Reuters, ενώ σύμφωνα με τη Citigroup η έκθεση των ουγγρικών επιχειρήσεων ανερχόταν στα 2 με 4 δισ. ευρώ στα τέλη του 2014.
Στην Κροατία, περίπου το 10% των δανείων που είχαν χορηγήσει οι τράπεζες ήταν σε ελβετικό φράγκο, με τους δανειολήπτες να ανέρχονται σε περίπου 120.000, σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της χώρας.
Οπλισμένες με αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, του Δικαστηρίου της Ε.Ε., γνωμοδότηση της ΕΚΤ και με μνημόνιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), οι περισσότερες κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων αποφάσισαν να επιτρέψουν την αποπληρωμή των δανείων, αντί σε ελβετικό φράγκο, σε ευρώ (Σλοβενία) ή σε άλλο εθνικό νόμισμα.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 2017 το ΔΕΕ είχε κρίνει πως οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν σεβαστεί δύο κριτήρια: πρώτον, να έχουν ενημερώσει με σαφήνεια τους δανειολήπτες για τον κίνδυνο αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία θα μπορούσε να καταστήσει πολύ δύσκολη την εξυπηρέτηση του δανείου.
Δεύτερον, οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν εξηγήσει στον δανειολήπτη τι θα σημαίνει για αυτόν πιθανή αλλαγή της ισοτιμίας, ιδιαίτερα όταν αυτός δεν έχει εισοδήματα στο νόμισμα του δανείου.
Σε γνωμοδότηση (το 2018) για την αναδιάρθρωση των δανείων που είχαν χορηγήσει οι σλοβενικές τράπεζες, η ΕΚΤ αναγνωρίζει πως στην περίπτωση μετατροπής δανείων σε ξένο νόμισμα θα πρέπει να υπάρχει «δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, ώστε να αποφεύγεται μελλοντικά ο ηθικός κίνδυνος».
Τον χορό της αναδιάρθρωσης δανείων σε ελβετικό φράγκο ή σε ευρώ είχε ανοίξει το 2014 η κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπαν, αναγκάζοντας τις τράπεζες να αποδεχθούν την εξυπηρέτησή τους σε φιορίνι και μάλιστα με συναλλαγματική ισοτιμία πολύ ευνοϊκότερη από αυτή της αγοράς.
Παρόμοιο δρόμο ακολούθησε και η σλοβενική κυβέρνηση, αλλά και η κροατική, επιτρέποντας την αποπληρωμή σε ευρώ και με διαφορετικό επιτόκιο.
Στην Πολωνία αρχικά η κυβέρνηση είχε εμφανιστεί το 2015 σκληρή έναντι των τραπεζών, εξετάζοντας μετατροπή των δανείων με όρους που θα στοίχιζαν στις τράπεζες περίπου 15 δισ. ευρώ, ωστόσο τώρα ενθαρρύνει τους δανειολήπτες να ασκήσουν αγωγή κατά των τραπεζών.
Πηγή: kathimerini.gr