Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από την προσπάθεια ανάπτυξης διμερούς διαλόγου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, με την συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ στο Νταβός. Έχουν περάσει σαράντα οκτώ χρόνια από την ιστορική συνάντηση Καραμανλή-Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και την συμφωνία που αποδέχθηκαν αμφότεροι. Παρά το ότι δεν είχαν περάσει παρά εννέα μήνες από την εισβολή της γείτονος στην Κύπρο, η συνάντηση των Βρυξελλών μεταξύ των δυο ηγετών, έδωσε στοιχεία μιας θετικής προσέγγισης που θα μπορούσε να προσδιορίσει μια κατεύθυνση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, στην βάση ενός κοινού συναινετικού σχεδίου.
Τουρκική εισβολή και κατοχή των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι προκλητικές διεκδικήσεις και δηλώσεις, οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, οι απειλές για τα νησιά του Αιγαίου, η υφαλοκρηπίδα, δεν ήταν παράγοντες που μπορούσαν να δώσουν χώρο στην διπλωματία, στο να εξομαλυνθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το γεγονός ότι στην Τουρκία επικρατούσαν πάντοτε οι θέσεις και οι θεωρίες του βαθέως κράτους στην εξωτερική πολιτική, στο στράτευμα, δεν επέτρεπαν να εξευρεθεί κοινός τόπος και χώρος για την μείωση των εντάσεων, οι όποιες προσπάθειες κινούνταν σε ένα χαμηλό επίπεδο.
Οι θεμελιώδεις στρατηγικές κατευθύνσεις της Άγκυρας ως προς τον Δυτικό προσανατολισμό της μετά την επικράτηση Ερντογάν, άρχισαν να μετατοπίζονται. Η γραφειοκρατική ελίτ της Τουρκίας, πάντοτε διατηρούσε θεμελιώδη κεντρικά ζητήματα πάνω στα οποία δεν υπήρχαν διαφοροποιήσεις ως προς τις επιδιώξεις των πολιτικών συστημάτων εξουσίας.
Οι ενδείξεις προθέσεων του Τουργκούτ Οζάλ για πολιτική προσέγγιση με την Ελλάδα, στοχεύοντας η Τουρκία να επιτύχει να έρθει εγγύτερα προς την Ευρώπη, πέραν του Μνημονίου των τότε Υπουργών Εξωτερικών Παπούλια-Γιλμάζ, των αρχικών Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης του 1998, για την αποφυγή εντάσεων στο Αιγαίο, έμειναν κενό γράμμα. Και αυτό γιατί επικράτησαν οι απόψεις του στρατιωτικού κατεστημένου, που μέσω της εμπλοκής του στην διαμόρφωση των ΜΟΕ, επιχειρούσε με τις προτάσεις του μονομερείς επιθετικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, που δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές από την Ελλάδα.
Στην ουσία, το πολιτικοστρατιωτικό τουρκικό κατεστημένο δεν συναίνεσε στο να καταστούν λειτουργικά τα ΜΟΕ, με αποτέλεσμα να διευρυνθούν οι εντάσεις από παραβιάσεις στο Αιγαίο, υπερπτήσεις. Και όλα αυτά εντάθηκαν από την αναρρίχηση στην εξουσία του Ερντογάν, που σταδιακά καθορίζονταν από μη προβλέψιμες ενέργειες, ενώ από έτος σε έτος αυξάνονταν παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, του θαλάσσιου χώρου.
Από την αναζήτηση για μια νέα περίοδο ως προς τα ΜΟΕ και την αποφυγή εντάσεων εκ μέρους της Τουρκίας με τη νέα ελληνική κυβέρνηση, ναρκοθετήθηκε από την ίδια την Τουρκία, στην έξοδο του Oruc Reis και τις απειλές της Άγκυρας το καλοκαίρι του 2020, η Ελλάδα όμως διαμόρφωσε ισχυρή αποτρεπτική θέση.
Η αναθεωρητική υπόσταση Ερντογάν με τις εντάσεις στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, οι επιδιωκόμενες μονομερείς εμπλοκές από την Τουρκία, οδήγησε σε τέλμα τον διάλογο, μέχρι την συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη στη Σύνοδο Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στο Βίλνιους, όπου και η μεταστροφή Ερντογάν στην επανέναρξη των συζητήσεων για τα ΜΟΕ, συνοδεύθηκε από την έναρξη της διαδικασίας του Πολιτικού Διαλόγου, ένα δυναμικό πεδίο στην διατηρησιμότητα των διαύλων επικοινωνίας.
Tις παραμονές της τελευταίας επίσημης επίσκεψης του Προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2023, οι διαμορφωμένες σταθερές χαρακτηρίζονταν από την επι 10μηνο ηρεμία στο Αιγαίο κυρίως και στην Θράκη, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, χωρίς προκλήσεις από παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, των θαλασσίων συνόρων. Σε αυτό το χρονικό σημείο, η ελληνική πλευρά στηρίζεται πάνω στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, στην ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας, στο να εκπέμπει προς την άλλη πλευρά του Αιγαίου μηνύματα υπέρ της ειρήνης και της συνεργασίας, με μια συγκροτημένη διπλωματική προσπάθεια.
Και όλα αυτά εκδηλώνονταν απέναντι σε μια Τουρκία, η οποία οικοδόμησε επι σειρά ετών, μια αναθεωρητική πολιτική Ερντογάν. Είναι αυτή η Τουρκία, που παρά το ότι επι μήνες έχει διατηρήσει κανόνες ηρεμίας στο Αιγαίο, εν τούτοις η Τουρκική Εθνοσυνέλευση έχει ακόμα εν ισχύ το casus beli, την στρατιωτική απειλή έναντι της χώρας μας.
Με την διαμόρφωση ενός ήρεμου κλίματος μεταξύ των δυο χωρών, οι προσεγγίσεις των ελληνοτουρκικών συζητήσεων έχουν λάβει μια θετική οπτική, που βοήθησε κατ’ αρχήν τα πλαίσια πάνω στα οποία οικοδομήθηκαν αυτές οι προσπάθειες. Όλους αυτούς τους μήνες στο διμερές περιβάλλον, με κάποιες εξαιρέσεις προερχόμενες από μέρος του στρατιωτικού κατεστημένου της Άγκυρας, οι προθέσεις και διαθέσεις συνεργασίας διατήρησαν την μετριοπάθεια στο εύρος του πολιτικού διαλόγου. Και αυτή η διατήρηση ενός επιπέδου αντιλήψεων επι της συνεργασίας, έχει ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που η Τουρκία σε ότι αφορά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έως και την πολεμική αναμέτρηση στην Μέση Ανατολή, έχει έρθει σε σύγκρουση με την Δύση, κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Ελλάδα και Τουρκία δεν μπορούν παρά να συνομιλούν, είναι γνωστό το πλαίσιο τι θεωρεί η Ελλάδα ως διαφορές, να κάνουν κινήσεις που μπορούν να οδηγούν στην εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, η Τουρκία όμως δεν μπορεί να εμμένει σε αναθεωρητισμούς για να προβάλλει γεωπολιτικές επιδιώξεις. Οι σημερινές προσδοκίες από τα στοχευμένα βήματα που γίνονται, μπορούν να οδηγήσουν στην επόμενη μέρα, όπου εκεί βρίσκονται μείζονα θέματα του πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θέματα που μπορούν να διαμορφώσουν ελπίδες.
Η Ελληνική Δημοκρατία, έχοντας ενισχύσει τα τελευταία χρόνια την αποτρεπτική, αμυντική ικανότητα στο επίπεδο των Ενόπλων Δυνάμεων, έχοντας ουσιαστικά θωρακίσει και το διπλωματικό της πεδίο, με στρατηγικού χαρακτήρα συμφωνίες στο επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, των ελληνογαλλικών σχέσεων, των περιφερειακών εταιρικών συνεργασιών με την Αίγυπτο, την Κύπρο, το Ισραήλ, συνεχίζει να αξιοποιεί σε κάθε επίπεδο οτιδήποτε σηματοδοτεί τον καθορισμό των στρατηγικών συνεργασιών, των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από αυτές.
Η Ελληνική Διπλωματία, πιο ώριμη στην διπλωματική, αμυντική και στρατηγική της αντίληψη, επενδύοντας στην ειρήνη, στην ασφάλεια, στην συνεργασία, διασφαλίζει και εξυπηρετεί χωρίς φοβικότητα, χωρίς αστερίσκους, τα εθνικά μας συμφέροντα. Είναι η Ελληνική Δημοκρατία, που βαδίζει σε έναν κόσμο αξιοποίησης συγκριτικών πλεονεκτημάτων που έχουν με επάρκεια οικοδομηθεί, με σαφή παραδείγματα τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, από τον Λευκό Οίκο, έως το Κογκρέσο, την Βουλή και την Γερουσία, την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία.
Το άρθρο έχει γραφεί για τον ιστότοπο Creta24.gr. Οι απόψεις είναι αυστηρά προσωπικές.