Γονείς θυμάτων που δεν μπορούσαν να αντέξουν τα όσα διαδραματίζονταν στις δικαστικές αίθουσες και όσα άκουγαν για το πώς έχασαν τη ζωή τους τα ανήλικα παιδιά τους. Δύο υποθέσεις με χρονική απόσταση δύο δεκαετιών και κοινό σημείο τον γονιό που αποφάσισε να αποδώσει δικαιοσύνη μόνος.
Η πρώτη αφορά ένα τροχαίο δυστύχημα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν μια παρέα επτά φίλων χτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας υποσμηναγός της Αεροπορίας. Από τα επτά άτομα, τα τέσσερα σκοτώθηκαν. Στη δίκη που ακολούθησε ο πατέρας του ενός παιδιού που βρήκε τραγικό θάνατο σκότωσε μέσα στην αίθουσα δικαστηρίου τους δικηγόρους του κατηγορούμενου για το θάνατο του παιδιού του και τραυμάτισε δικαστές και μάρτυρες, πριν ο ίδιος βάλει τέλος στη ζωή του.
Η δεύτερη, μια μητέρα η οποία και εκείνη πήρε τον νόμο στα χέρια της, για να αποδώσει δικαιοσύνη, σκοτώνοντας τον δολοφόνο του παιδιού της μέσα στο γραφείο ανακριτή.
Πρωταπριλιά 1993 – Μακελειό στο Στρατοδικείο
Το «NEGRO» βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την ταβέρνα «ΝΑΟΥΜ» στη Γλύφα, πάνω στο δρόμο προς το Βαθύ και ήταν εκείνη τη δεκαετία το πιο in κλαμπ για τη νεολαία. Είχε μεγάλη χωρητικότητα, προσιτές τιμές και διοργάνωνε διάφορα χάπενινγκ, με αποτέλεσμα να προσελκύει εκατοντάδες νεολαίους τόσο από την Χαλκίδα, όσο και από τις γύρω περιοχές. Μάλιστα, τα Σαββατόβραδα σχηματίζονταν ουρές από νέους ανθρώπους στην είσοδο του κλαμπ.
Η παρέα των 7 φίλων πήγε στο κλαμπ το βράδυ του Σαββάτου και διασκέδασε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες .
Την παρέα αποτελούσαν ο 18χρονος Βίκτωρ Μάισης, ο 17χρονος Μιχάλης Μπαξεβανίδης και ο 15χρονος αδελφός του Παναγιώτης, ο εξάδελφός τους Παναγιώτης Κατράκης, ο 16χρονος Κώστας Ντρούζος, ο 19χρονος Αλέξης Σαμψών και ο 18χρονος Βάγιας Κατσός.
Μετά το ξεφάντωμα στο «NEGRO» η παρέα δεν έβρισκε ταξί για να επιστρέψει στη Χαλκίδα και όλοι μαζί αποφάσισαν να γυρίσουν με τα πόδια.
Πράγματι ξεκίνησαν να επιστρέφουν στο δεξιό μέρος του δρόμου. Όμως, 200 μέτρα μετά τη στροφή όπου βρίσκεται η φαρμακοβιομηχανία «GALLENICA», ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα ο 32χρονος τότε υποσμηναγός της Αεροπορίας Δημήτρης Κουρούπης, με συνοδηγό τον 26χρονο κουνιάδο του Φώτη Σακελλαράκη, με κατεύθυνση προς την Χαλκίδα, «θέρισε» τους 5 από τους 7 νεαρούς. Ο υποσμηναγός, όπως αποδείχθηκε, οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος.
Ακαριαία σκοτώθηκαν ο Μάισης και οι αδελφοί Μπαξεβάνη. Αργότερα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου είχαν διακομιστεί ξεψύχησαν ακόμα δύο, ο Κατράκης και ο Ντρούζος. Σοβαρά τραυματίστηκε και ο Σακελλαράκης, ενώ σώθηκαν μόνο οι Σαμψών και Κατσός, οι οποίοι περπατούσαν 10 μέτρα πιο μπροστά από την υπόλοιπη παρέα.
Η τραγική αυτή υπόθεση δεν τελείωσε εκεί. Το δεύτερο σκέλος της εξελίχτηκε στην δικαστική αίθουσα του Στρατοδικείου στο Ρουφ των Αθηνών.
Ο υποσμηναγός σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης μόλις 4 ετών και 8 μηνών. Δύο μήνες αργότερα κατόπιν αιτήσεως του η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη προς 988 δραχμές (2,9 ευρώ) ημερησίως και αφέθηκε ελεύθερος.
Αμέσως ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους γονείς και συγγενείς των αδικοχαμένων νέων, όσο και από τις τότε εφημερίδες. Γινόταν λόγος για σκανδαλώδη ευνοϊκή μεταχείριση του υποσμηναγού από το Στρατοδικείο, ενώ επιστολές διαμαρτυρίας στάλθηκαν από τους γονείς και συγγενείς προς τους βουλευτές και τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας.
Μετά απ’ όλα αυτά, η υπόθεση οδηγήθηκε κατ’ έφεση στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Έτσι, την τραγική Πρωταπριλιά του 1993 ξεκίνησε η δίκη στο Ρουφ.
Στην αίθουσα του Στρατοδικείου, εκείνη την ημέρα βρίσκονταν οι γονείς όλων των παιδιών που χάθηκαν, όπως και δύο αστυφύλακες του Μεταγωγών Αθηνών, οι οποίοι συνόδευαν δυο κρατούμενους που επρόκειτο να δικαστούν την ίδια ημέρα για άσχετη υπόθεση.
Όλοι οι συγγενείς ήταν εμφανώς εκνευρισμένοι λόγω της μικρής ποινής που είχε ήδη επιβληθεί στον κατηγορούμενο υποσμηναγό.
Ενώ η ακροαματική διαδικασία εξελισσόταν ομαλά εκείνη την ημέρα και ενώ στις 19:15 ο αναπληρωτής καθηγητής Ποινικού Δικαίου και εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου Χρήστος Μπάκας ετοιμαζόταν να πάρει τον λόγο, όλα άλλαξαν. Ξαφνικά ο Θανάσης Ντρούζος, πατέρας του Κωνσταντίνου, ενός από τα θύματα του τροχαίου, άνοιξε το χαρτοφύλακα που κρατούσε και έβγαλε ένα πιστόλι.
Αμέσως, η αίθουσα πάγωσε. Ο Ντρούζος κρατώντας το πιστόλι στο χέρι πιάνει από τον λαιμό τον μάρτυρα υπεράσπισης και συνοδηγό του υποσμηναγού το βράδυ του δυστυχήματος, Φώτιο Σακελλαράκη. Κρατώντας τον όμηρο, με κολλημένη την κάννη του όπλου στον κρόταφο του, τον έσυρε προς την έδρα των δικαστών.
Φωνάζοντας, ζήτησε από τον αστυφύλακα Κωνσταντίνο Κουτουλάκη να αφήσει το υπηρεσιακό του όπλο στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο Κουτουλάκης είχε μείνει «στήλη άλατος». Αναποφάσιστος κοιτούσε μια προς την έδρα των δικαστών και μια προς τον οπλισμένο Ντρούζο.
Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου έντρομος άρχισε να παροτρύνει κατ’ επανάληψη τον αστυφύλακα να συμμορφωθεί στις εντολές του Ντρούζου. Πράγματι, ο Κουτουλάκης τελικά άφησε το όπλο του, το οποίο το πήρε ο Ντρούζος.
«Θα σας σκοτώσω όλους…», φώναζε αλλόφρων ο Ντρούζος δείχνοντας αποφασισμένος να πραγματοποιήσει την απειλή του.
Ο δεύτερος αστυφύλακας, ο Ευτύχιος Λαμπρούσης, ήταν όρθιος στην πόρτα εισόδου της δικαστικής αίθουσας και μόλις ξεκίνησε η ομηρεία του συναδέλφου του ειδοποίησε την Άμεση Δράση.
Ωστόσο, η κατάσταση μέσα στην αίθουσα λάμβανε απρόσμενες διαστάσεις και η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο. Ο υποσμηναγός με την απειλή των δυο όπλων, πλέον, υποχρέωσε τον Κουτουλάκη να δέσει πλάτη με πλάτη με μονωτική ταινία που την έβγαλε μέσα από τον χαρτοφύλακα του, από τη μια τον υποσμηναγό και μάρτυρα υπεράσπισης Φώτιο Σακελλαράκη και, από την άλλη, τους δύο δικηγόρους του κατηγορούμενου, τον Χρήστο Μπάκα και τον Δημοσθένη Αβράμη.
Σε έξαλλη κατάσταση πλέον, ο πατέρας του 16χρονου Κώστα Ντρούζου απαίτησε από τους ομήρους να ομολογήσουν μεγαλόφωνα ότι ο υποσμηναγός είναι ένοχος, ότι οδηγούσε μεθυσμένος και γι’ αυτό σκότωσε τα παιδιά.
Η ατμόσφαιρα μέσα στη δικαστική αίθουσα ήταν πλέον εκρηκτική. Οι προσπάθειες του προέδρου και του Επιτρόπου του Στρατοδικείου, όπως και του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, για κατευνασμό της ανεξέλεγκτης κατάστασης, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Όταν ο Ντρούζος ότι έφθασε αστυνομική δύναμη, αμέσως άρχισε να πυροβολεί τους δεμένους ομήρους. Οι δύο δικηγόροι Χρήστος Μπάκας και Δημοσθένης Αβράμης έπεσαν νεκροί, ενώ ο κατηγορούμενος ανθυπασπιστής και μάρτυρας υπεράσπισης Φώτιος Σακελλαράκης τραυματίστηκε.
Προκλήθηκε πανικός στη δικαστική αίθουσα. Οι πολίτες που παρακολουθούσαν τη δίκη άρχισαν έντρομοι να τρέχουν προς τα έξω εγκαταλείποντας την αίθουσα.
Το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Ο μαινόμενος πατέρας πήδηξε πάνω στην έδρα και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των δικαστών, τραυματίζοντας τρεις στρατοδίκες.
Η αυλαία αυτής της τραγωδίας, που άρχισε με το πολύνεκρο τροχαίο την 21η Ιουλίου 1991 και έκλεισε προσωρινά την 1η Απριλίου 1993, έπεσε από τον ίδιο τον Ντρούζο, ο οποίος φύλαξε μια σφαίρα για τον εαυτό του. Έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και αυτοπυροβολήθηκε θανάσιμα.
Αντωνία Μουκάνη: «Όταν τον σκότωσα, ένιωσα ανακούφιση»
Τον Οκτώβριο του 2012 τον νόμο στα χέρια της πήρε μια μητέρα, πυροβολώντας και σκοτώνοντας τον δολοφόνο του γιου της μέσα στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων.
Το φονικό συνέβη στο γραφείο της ανακρίτριας, στον πρώτο όροφο του κτιρίου 9 των δικαστηρίων. Ένας 33χρονος άνδρας και ένας 25χρονος είχαν οδηγηθεί στο γραφείο της ανακρίτριας για συμπληρωματική κατάθεση, κατηγορούμενοι για τον φόνο ενός 19χρονου παιδιού.
Η 37χρονη Αντωνία Μουκάνη, μητέρα του αδικοχαμένου 19χρονου Βαγγέλη, είχε δώσει όρκο εκδίκησης. Είχε φορέσει περούκα και είχε καταφέρει να περάσει ένα όπλο μέσα στα δικαστήρια. Ανέβηκε στον πρώτο όροφο του κτιρίου 9, πάτησε 15 φορές τη σκανδάλη και σκότωσε τον δολοφόνο του γιου της, ενώ τραυμάτισε τον συγκατηγορούμενό του -και όλα αυτά μπροστά στα μάτια της ανακρίτριας. Οι αστυνομικοί συγκέντρωσαν 15 κάλυκες από το σημείο των πυροβολισμών.
Επρόκειτο για μια υπόθεση βεντέτας τσιγγάνων, που ξεκίνησε στις 29 Οκτωβρίου του 2011. Ο 19χρονος γιος της 37χρονης τότε γυναίκας πυροβόλησε και τραυμάτισε τον 14χρονο γιο του θύματος Μανώλη Κίτσα. Το ίδιο βράδυ στον καταυλισμό των τσιγγάνων έγιναν συμπλοκές κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο γιος της 37χρονης.
Η δολοφονία αποδόθηκε στο θύμα και τον αδελφό του, που θα απολογούνταν συμπληρωματικά για την υπόθεση στην ανακρίτρια. Η 37χρονη που γνώριζε ότι οι δυο κατηγορούμενοι για το φόνο του γιου της επρόκειτο να μεταχθούν από τον Κορυδαλλό στην Ευελπίδων για να απολογηθούν, τους περίμενε έξω από τον ανακριτικό γραφείο, όπου και άρχισε τους πυροβολισμούς με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα το δολοφόνο του παιδιού της.
«Μετάνιωσα για ό,τι έκανα, αλλά όταν τον σκότωσα ένιωσα ανακούφιση» είχε πει στην απολογία της στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας η Αντωνία Μουκάνη. Η κατηγορουμένη με απόφαση του δικαστηρίου καταδικάσθηκε, κατά πλειοψηφία, σε κάθειρξη 10 ετών.
Δικαστές και ένορκοι την έκριναν ένοχη για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε με μειωμένο, όμως, καταλογισμό και αναγνωρίζοντας της το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
«Εκείνη τη μέρα άλλαξα λίγο την εμφάνιση μου για να μην με καταλάβουν οι συγγενείς του. Τον είδα να μπαίνει στην Ευελπίδων, τον ακολούθησα και πήγα στο κτήριο 9. Φοβόμουν ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Άδειασα όλες τις σφαίρες από το πιστόλι γιατί ήθελα να πεθάνει. Όταν πυροβόλησα περίμενα να με σκοτώσουν οι αστυνομικοί… Για μένα από τότε που έχουν σκοτώσει το γιο μου είναι σαν μην έχει περάσει δευτερόλεπτο. Αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι ότι σκότωσαν το γιο μου στην αγκαλιά μου και φώναζε μανούλα. Και κράταγε την κοιλιά του. Όταν πήγα στο ΚΑΤ άνοιξε την πόρτα και τον είδα και ήταν ανοιγμένος σαν αρνί. Ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι πέθανε, ορκίζομαι στον Θεό. Το παιδί αυτό ήταν ο έρωτας μου, η ανάσα μου, η πνοή μου, μου άφησε τρία παιδιά εγγόνια» είχε πει στην απολογία της στο δικαστήριο.