Πριν από δέκα χρόνια, η πρωτεύουσα της Κίνας συχνά καλύπτονταν από βαρύ κίτρινο και γκρίζο νέφος, τόσο πυκνό που σχεδόν δεν μπορούσες να δεις καλά μπροστά σου. Οι άνθρωποι στο Πεκίνο κλείδωναν τα παράθυρά τους, φορούσαν μάσκες προσώπου και έβαζαν τους καθαριστές αέρα σε υψηλή ταχύτητα για να γλιτώσουν.
Η ποιότητα του αέρα ήταν τόσο άσχημη και έγινε τόσο διαβόητη παγκοσμίως, ώστε οι Κινέζοι ηγέτες ξεκίνησαν έναν «πόλεμο κατά της ρύπανσης» ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μια δεκαετία μετά, οι προσπάθειες αυτές αποδίδουν καρπούς. Τα επίπεδα ρύπανσης στην Κίνα το 2021 είχαν μειωθεί κατά 42% από το 2013, σύμφωνα με νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα. Πρόκειται για ένα σπάνιο success story στην περιοχή, τη στιγμή που σε ορισμένα μέρη όπως η Νότια Ασία η ρύπανση επιδεινώνεται.
Η ετήσια έκθεση Air Quality Life Index, που συντάχθηκε από το Ινστιτούτο Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, εξήρε την «εκπληκτική επιτυχία της Κίνας στην καταπολέμηση της ρύπανσης».
Τα επίπεδα ρύπανσης παγκοσμίως μειώθηκαν ελαφρώς από το 2013 έως το 2021 – γεγονός που σύμφωνα με την έκθεση οφείλεται «αποκλειστικά στην πρόοδο της Κίνας». Χωρίς τις βελτιώσεις της Κίνας, η μέση ρύπανση στον κόσμο θα είχε αντιθέτως αυξηθεί.
Η βελτίωση αυτή σημαίνει ότι η μέση διάρκεια ζωής του Κινέζου πολίτη είναι πλέον 2,2 χρόνια μεγαλύτερη, αναφέρει η έκθεση.
Το 2021, το Πεκίνο κατέγραψε την καλύτερη μηνιαία ποιότητα αέρα από τότε που άρχισαν οι καταγραφές το 2013. «Το “μπλε του Πεκίνου” έχει γίνει σταδιακά η νέα μας κανονικότητα», δήλωσε τότε ο υπουργός Περιβάλλοντος της χώρας, σύμφωνα με τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Από το 2014 η κινεζική κυβέρνηση έχει περιορίσει τον αριθμό των αυτοκινήτων στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, έχει απαγορεύσει την εγκατάσταση νέων εργοστασίων υδρογοναναθράκων στις πιο μολυσμένες περιοχές, έχει μειώσει τις εκπομπές ή έχει κλείσει τις υφιστάμενες μονάδες και έχει μειώσει τις βιομηχανικές δραστηριότητες που προκαλούν υψηλή ρύπανση, όπως η παραγωγή σιδήρου και χάλυβα.
Ωστόσο, η έκθεση προειδοποιεί ότι χρειάζεται κι άλλη δουλειά, καθώς η Κίνα παραμένει η 13η πιο μολυσμένη χώρα στον κόσμο. Και η σωματιδιακή ρύπανση του Πεκίνου – οι μικροσκοπικοί αλλά εξαιρετικά επικίνδυνοι ρύποι που μπορούν να διαφύγουν από τη συνήθη άμυνα του ανθρώπινου οργανισμού – εξακολουθεί να είναι 40% υψηλότερη από ό,τι στην πιο μολυσμένη κομητεία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Θανατηφόρος αέρας στη Νότια Ασία
Σε ορισμένα άλλα μέρη, η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Η Νότια Ασία είναι πλέον το «παγκόσμιο επίκεντρο της ρύπανσης», όπου βρίσκονται οι τέσσερις πιο μολυσμένες χώρες – το Μπαγκλαντές, η Ινδία, το Νεπάλ και το Πακιστάν – οι οποίες συνολικά αποτελούν σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού, αναφέρει η έκθεση.
Σε καθεμία από αυτές τις χώρες, ο μέσος κάτοικος χάνει πέντε χρόνια από τη διάρκεια της ζωής του εξαιτίας της ρύπανσης.
Στην Ινδία ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός, εν μέρει λόγω της πυκνότητας του πληθυσμού της και του πλήθους των ανθρώπων που ζουν σε ιδιαίτερα μολυσμένες αστικές περιοχές. Το 2021, η σωματιδιακή ρύπανση της Ινδίας ήταν πάνω από 10 φορές μεγαλύτερη από τις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αναφέρει η έκθεση.
Οι χώρες αυτές έχουν γνωρίσει εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού, οικονομική ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση τα τελευταία 20 χρόνια. Η ζήτηση ενέργειας και η χρήση ορυκτών καυσίμων έχουν εκτοξευθεί αντίστοιχα – στο Μπαγκλαντές, ο αριθμός των αυτοκινήτων στους δρόμους τριπλασιάστηκε από το 2010 έως το 2020.