Στην Ελλάδα η εκλογολογία είναι συνηθισμένο φαινόμενο αφού κάθε φορά που γίνονται εκλογές και αμέσως μετά το σχηματισμό νέας κυβέρνησης, ξεκινάει η συζήτηση για το πότε θα γίνουν οι επόμενες για να φύγει η κυβέρνηση με την αντιπολίτευση να ζητάει νέες εκλογές.
Από το 2020 πριν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κλείσει τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης μέχρι σήμερα, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ έχει προβλέψει μετά βεβαιότητας καμιά δεκαριά φορές ότι ο Μητσοτάκης θα προσέφευγε σε πρόωρες εκλογές.
Άλλοτε για να αποδράσει από τα προβλήματα της υγειονομικής κρίσης και άλλοτε για να προλάβει τις επιπτώσεις από τον εφιαλτικό χειμώνα της ακρίβειας, επειδή η κυβέρνηση δεν θα άντεχε την πίεση από την «κοινωνική κατακραυγή».
Τον περασμένο Ιούνιο η αντιπολίτευση ήταν σίγουρη ότι τον Σεπτέμβριο θα στήνονταν οι κάλπες, είχε δώσει και συγκεκριμένη ημερομηνία την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου, μια ημέρα πριν από το άνοιγμα των σχολείων.
Σε όλες τις προβλέψεις της κατά την διάρκεια της τετραετίας για πρόωρη προκήρυξη εκλογών η αντιπολίτευση έπεσε έξω, ενώ ο πρωθυπουργός από πολύ νωρίς με επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του είχε πει ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία.
Τελικά όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος δεν «μπλόφαρε» αφού απευθύνθηκε στους πολίτες με ειλικρίνεια, χωρίς αιφνιδιασμούς και πολιτικές σκοπιμότητες που δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Προχθές από το Ηράκλειο ο πρωθυπουργός χωρίς να έχει εξαγγείλει την ημερομηνία πραγματοποίησης των εθνικών εκλογών 2023, έδωσε ουσιαστικά το έναυσμα της προεκλογικής περιόδου που άτυπα είχε ξεκινήσει από το περασμένο καλοκαίρι.
‘Απομένουν δύο έως τρείς μήνες για τις κάλπες ευρισκόμενοι πλέον στην καρδιά της προεκλογικής περιόδου, το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει και η πολιτική πόλωση, των κομμάτων αναμένεται άνευ προηγουμένων σημαντική.
Στο δρόμο προς τις εκλογές θα ακούσουμε πολλά και διάφορα, υποσχέσεις ανέξοδες, ρητορικές πολιτικές υπερβολές, κατηγορίες, ψέματα και αλήθειες πολλές.
Θα συζητηθούν όλα τα προβλήματα και θα τεθούν ουσιαστικά διλλήματά για την πορεία της χώρας, της οικονομίας, της Υγείας, της Παιδείας, της εργασίας κι άλλων.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων της νέας χρονιάς φαίνονται να είναι ενθαρρυντικά για το κυβερνόν κόμμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μέχρι την ώρα της κάλπης δεν αλλάζει τίποτα, συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού από κανένα κόμμα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς πολιτικούς αναλυτές τα στοιχεία δείχνουν σταθερό προβάδισμα της Ν.Δ. λίγους μήνες πριν τις εκλογές και ανεξάρτητα από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, το ποσοστό αυτό θα λειτουργήσει ευεργετικά ως βατήρας επίτευξης αυτοδυναμίας στις επαναληπτικές εκλογές.
Η επιλογή του Κ. Μητσοτάκη να μην προκηρυχτούν εκλογές το φθινόπωρο του περασμένου χρόνου, να εξαντλήσει την τετραετία και να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση τις δυσκολίες του χειμώνα, δείχνει πολιτική σοβαρότητας και υπευθυνότητας, η οποία δεν πρόκειται να αφήσει ασυγκίνητο το εκλογικό σώμα και τη μεσαία τάξη.
Είναι ίσως πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση που κυβέρνηση της χώρας αντιμετώπισε τόσες κρίσεις κατά τη διάρκεια της θητείας της.
Από τον πρώτο χρόνο την προσφυγική, την υγειονομική, την εθνική κρίση διαρκείας και τώρα την ενεργειακή με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια.
Σε όλες τις κρίσεις η κυβέρνηση έδωσε θετικό δείγμα γραφής, αντιμετωπίζοντάς την διαχείριση των με οργάνωση, πρόνοια, μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα.
Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει και ακολουθεί την «συνταγή» που είχε αποκαλύψει κάποτε δημοσίως το στέλεχος της Έφη Αχτσίογλου ότι: «Η κανονικότητα δεν υπήρξε ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά στην Ελλάδα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι τώρα στην προεκλογική περίοδο προσπαθεί να σηκώσει ψηλότερα το θέμα των υποκλοπών, επιρρίπτοντας ευθύνες στην κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας το πόρισμα της ΑΔΑΕ, για να καταθέσει πρόταση μομφής εναντίον της.
Αγνοεί η αντιπολίτευση την κοινή διαπίστωση ότι αυτά τα θέματα είναι σοβαρά, δεν λύνονται με προτάσεις μομφής και πρέπει να διαλευκανθούν πλήρως μόνο από την ελληνική Δικαιοσύνη.
Άλλωστε την διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων από τον Αύγουστο που αυτό το θέμα ήλθε στο προσκήνιο, με τους πολίτες να το κατατάσσουν χαμηλά στην ατζέντα των ενδιαφερόντων τους.
Δεν αγνοούν οι πολίτες για παράδειγμα την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, αντιθέτως προτάσσουν κατά σειρά ως κυρίαρχα ζητήματα την οικονομία, τα εθνικά θέματα, το μεταναστευτικό και την επίλυση των άλλων προβλημάτων που αφορούν την καθημερινότητα των.