Μετά τη διακοπή της ακροαματικής διαδικασίας στις 10 Νοεμβρίου, συνεχίστηκε σήμερα η εκδίκαση της υπόθεσης ανθρωποκτονίας του Γιώργου Ξυλούρη από τον Μανώλη Καλομοίρη.
Η δίκη συνεχίστηκε με εξέταση τριών μαρτύρων. Πρώτος, εξετάστηκε ο αδερφός του Λευτέρη Καλομοίρη και στη συνέχεια του ξαδέρφου του κατηγορούμενου.
Ο ξάδερφος του κατηγορούμενου ανέφερε όσα γνώριζε για το μοιραίο συμβάν. Όπως είπε τσακώθηκε ο κατηγορούμενος με τον Ξυλούρη και πιάστηκαν στα χέρια. Τους ξεχώρισαν ο ίδιος και άλλα δύο άτομα.
Πήγαν συνοδεία τον Ξυλούρη προς το σπίτι του με τον ίδιο, σύμφωνα με τον μάρτυρα να βρίζει έντονα.
Ο κατηγορούμενος επίσης πήγε προς το σπίτι του. «Την επόμενη στιγμή είδα τον Μανώλη να κρατά όπλο. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας Καλομοίρης βγήκε από το σπίτι, δε γνώριζε τίποτα. Θεωρήσαμε σωστό να πάρω τον Μανώλη προς τα πίσω, οι δύο μας, στο σημείο του αρχικού καβγά. Εκεί που ήμασταν είχαμε ηρεμήσει γιατί γνωρίζαμε ότι ο Ξυλούρης ήταν σπίτι του, ακούσαμε ουρλιαχτά και γυναικείες φωνές. Συγκεκριμένα μια φωνή είπε “προσέχετε γιατί κρατάει όπλο”. Εκεί ακούσαμε και εγώ και ο Μανώλης δύο υπόκωφους πυροβολισμούς. Τότε ο Μανώλης έφυγε πρώτος και πήγε εκεί που ακούστηκαν οι φωνές. Αμέσως μετά πήγα κι εγώ και είδα κάτω δύο ανθρώπους».
Σε άλλο σημείο ο μάρτυρας αναφέρθηκε στον πατέρα Καλομοίρη λέγοντας ότι ήταν ένας άνθρωπος του πολιτισμού, με σεβασμό και κύρος. Μάλιστα, όπως είπε για το περιστατικό «Ο Λευτέρης έγινε ασπίδα για όλους μας».
Άλλος αυτόπτης μάρτυρας, είπε ότι ο Μανώλης φώναζε «Κατέβα να μου πεις ίντα ‘χεις με το σπίτι μας; Θα σ’ έχω να καταφρονείς τον πατέρα μου;» και έφυγε προς άλλη κατεύθυνση μαζί με δύο ακόμα Καλομοίρηδες, ένας εκ των οποίων και ο πατέρας του ο Λευτέρης. Στη συνέχεια όπως είπε είδε τον Ξυλούρη: «Είχε πάθει αμόκ, ήταν κόκκινα τα μάτια του, ήταν εκτός εαυτού».
Ο Λευτέρης Καλομοίρης γύρισε γιατί άκουσε τις φωνές και τις βρισιές του Ξυλούρη. Ο συγχωρεμένος ο Λευτέρης Καλομοίρης έλεγε στον Ξυλούρη «Γιώργη μη σκοτωθούμε».
Όταν πλησίασαν ο ένας τον άλλο έπιασε το χέρι του Ξυλούρη με το οποίο κρατούσε το όπλο λέγοντας «Γιώργη μη σκοτωθούμε». Τότε έπεσαν και οι δύο κάτω, σώμα με σώμα και έπεσαν δύο πυροβολισμοί. Έφυγε ο μάρτυρας για να καλέσει ασθενοφόρο και τότε όπως είπε «άκουσα μαζεμένες μπαλωθιές, απανωτές».
Το δικαστήριο μετά την εξέταση των τριών μαρτύρων διέκοψε για τις 9 Δεκεμβρίου.