Κάποτε είχα βρεθεί σε αποκριγιώματα σ’ ένα σχεδόν ρημαγμένο χωριουδάκι του Μυλοποτάμου.
Πηγαίνανε πεντέξι γεροντάκια μπροστά, σέρνανε κι έναν γάιδαρο και λέγανε καλαμπούρια στις γειτονιές. Κι απ’ όπου περνάγανε, τους βάζανε και μια τσικουδιά και γελοχαχαρίζανε όλοι μαζί.
Αργότερα βρέθηκα και σε φανταχτερά καρναβάλια, με κολοσσιαία άρματα και ξενικές μουσικές να τσιρίζουνε από μεγαφωνικές εγκαταστάσεις σ’ ολάκερες λεωφόρους.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα πρέπει να στέκω στο γύρο του δρόμου και να χαζεύω περαστικούς «καρναβαλιστές», να προσπαθούνε να πείσουνε πως εκείνη την ώρα ζούνε το γλέντι της ζωής τους, μέσα σε ηχοχρώματα και μελωδίες εντελώς έξω από την κουλτούρα και την ιδιοσυγκρασία τους.
Το Τριώδιο και τα μαζικά καρναβάλια, όπως εξελίσσονται στον τόπο εδώ και αρκετό καιρό, ενέχουν την καταπίεση του γλεντιού. Τώρα πρέπει να γλεντήσω, μα κυρίως πρέπει να φανεί ότι γλεντώ. Επίσης πρέπει το γλέντι μου να έχει μέγεθος και διάρκεια· κι αν χρειαστεί, θα καταναλώσω άφθονο αλκοόλ, για να πετύχω καλύτερο αποτέλεσμα.
Δείγμα κι αυτό της ανισορροπίας του δανεικού μας τρόπου. Όπως φορούμε αταίριαστα σακάκια σε όλες μας τις πολιτισμικές εκφάνσεις, έτσι και στην έκφραση της χαράς και του γλεντιού μας.
Φυσικά, υπάρχουν και άνθρωποι που εκφράζονται απόλυτα μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον.
Τη σπίθα, παρόλα αυτά, που είδα στα μάτια τον γερόντων σ’ εκείνο το ρημαγμένο χωριουδάκι, δεν την αντίκρισα ξανά σε κανένα στημένο καρναβάλι. Ούτε τον πηγαίο τρόπο, ούτε τη συμμετοχή όλων των συγχωριανών· το αυτοσχέδιο δρώμενο τούς συμπεριλάμβανε όλους, γιατί σκοπός ήταν ακριβώς να μοιραστούνε τη χαρά και το γέλιο.
Δίχως πρωταγωνιστές και θεατές, δίχως εκκωφαντικές μουσικές άλλων πολιτισμών, δίχως καταπιεσμένη καλοπέραση και τυποποιημένη χαρά.
Ευτυχώς παρόμοια αποκριάτικα δρώμενα παραμένουνε ζωντανά σε διάφορα μέρη της Κρήτης. Με τον πηγαίο τρόπο και την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων που συμμετέχουνε, δίχως αταίριαστες συμπεριφορές και καταστάσεις.
Με τον καιρό, απειλούνται κι αυτά από τη μαζικότητα και την τυποποίηση και αποκτούν επισκέπτες και θεατές, χάνοντας την ουσία της καθολικής συμμετοχής μιας κοινότητας.
Γιατί αποκριγιώματα σημαίνει άνοιγμα και κάθαρση ψυχής, σμίξιμο κι αντάμωμα με τον διπλανό και τον ξένο σε ομαδική παράκρουση και κραιπάλη, με τρόπο πηγαίο κι αυθόρμητο – άρα αρμονικό.
Διονυσιασμός με προκατασκευασμένα μονοπάτια και ξεπατικώματα, δε νοείται.
Το ξέρουνε κι οι πέτρες σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.