«Επέλεξα να καταθέσω με ανοιχτές τις θύρες. Παθαίνω κρίση πανικού, θα προσπαθήσω να το διαχειριστώ. Δεν θέλω να πάρει δημοσιότητα το πρόσωπό μου, έχω δύο μικρά παιδιά» είπε στην αρχή της κατάθεσής της η μάρτυρας φανερα φορτισμένη για να συνεχίσει περιγράφοντας στο δικαστήριο τη γνωριμία της με τον κατηγορούμενο ηθοποιό, όταν ξεκίνησε να αναζητά εργασία στο χώρο της υποκριτικής. «Κάποια στιγμή το 2010, ο πατέρας μου είχε ένα μακρινό συγγενή και μέσω αυτού έφτασε ένα βιογραφικό μου στα χέρια του κ. Φιλιππίδη (…). Ο άνθρωπος αυτός μου είπε ότι επειδή “ο Πέτρος είναι περίεργος θα του πω ότι είσαι ανηψιά μου για να σε προσεξει”. Εγώ δεν ήξερα τίποτα για εκείνον μέχρι τότε».
Συνεχίζοντας η μάρτυρας είπε στην κατάθεσή της. «Σε σύντομο διάστημα με πήρε τηλέφωνο ο κ. Φιλιππίδης, ήμουν στο σπίτι μου. Μου ρώτησε αν είχα δει το “Μπακαλόγατο” που ανέβαζε τότε και ότι ενδιαφέρεται για την αντικατάσταση ενός ρόλου. Μου ζήτησε να δω την παράσταση και μετά να πάω στο καμαρίνι του να συζητήσουμε. Πήγα το ίδιο βράδυ. Ξεκίνησε η παράσταση και στο διάλειμμα μου έστειλε μήνυμα λέγοντάς μου ότι με περιμένει στο καμαρίνι του. Όταν τελείωσε η παράσταση πήγα στο καμαρίνι του, κάθισα στον καναπέ και άρχισε να μου λέει για το ρόλο και για τις παραστάσεις που θα γίνονταν στη Θεσσαλονίκη. Μου ζήτησε να παρακολουθώ τη παράστασή του και ότι θα μου έδινε το ρόλο. Συμφώνησα. Μου είπε “ξεκινάμε”, είσαι όμορφη ταιριάζεις με το ρόλο».
Ακολούθως η μάρτυρας κατέθεσε: «Τις επόμενες ημέρες παρακολουθούσα την παράσταση και συζητάγαμε μετά. Με είχε ρωτήσει αν έχω σχέση και μου είχε δώσει ένα βιβλίο να διαβάσω. Εγώ θα είμαι ο μέντοράς σου, μου είπε».
Η γυναίκα φορτισμένη ανέφερε πως όλο αυτόν τον καιρό ο Πέτρος Φιλιππίδης δεν της είχε δώσει τον ρόλο και παράλληλα της είχε υποσχεθεί πως θα μιλήσει εκείνος ώστε η ίδια να συμμετάσχει στη τηλεοπτική σειρά «Λάκης ο Γλυκούλης».
Η καταγγέλλουσα διευκρίνισε πως θεωρούσε μέχρι τότε τον κατηγορούμενο δασκαλό της.
Η απόπειρα βιασμού
Περιγράφωντας την διερευνώμενη απόπειρα βιασμού της, η μάρτυρας με σπασμένη φωνή, κατέθεσε: «Έφτασα στο θέατρο “Μουσούρη” μου άνοιξε εκείνος. Ξαφνιάστηκα όταν τον είδα. Φορούσε ένα φανελάκι. Τον ακολούθησα. Δεν ήξερα αν είχε κόσμο ή όχι το θέατρο. Ήδη, αισθανόμουν άβολα που φορούσε το φανελάκι. Μπήκα στο καμαρίνι του, κάθισα στον καναπέ. Μου ζήτησε να βγάλω το παλτό μου. Μου είπε “βγάλε το παλτό σου και έλα εδώ”. Πήγα και έβαλε το χέρι του στα οπίσθιά μου και με κάθισε στα γόνατα του. Αυτομάτως πετάχτηκα. Έκανα στα ψέμματα ότι χτυπάει το κινητό μου σε δόνηση. Εκείνη τη στιγμή δεν πήγαινε το μυαλό μου στο τι θα επακολουθούσε. Έκανα ότι μιλάω με τη μητέρα μου και του είπα “πρέπει να φύγω γιατί με χρειάζεται“. Μου απάντησε “κάτσε, κάτσε και θα φύγεις”. Όπως έκατσα στον καναπέ σηκώθηκε κάθισε δίπλα μου και μου όρμηξε. Άρχισε να με φιλάει και να με γλύφει στο λαιμό. Του ζήτησα να σταματήσει και του έλεγα ότι δεν αισθάνομαι καλά. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίθεσης μου έλεγε και διάφορα χυδαία λόγια με μια βαθιά φωνή, μπάσα. Με πόναγε πια, με είχε καθηλώσει στο καναπέ. (…) Κάποια στιγμή είδα ότι είχε κατεβάσει το παντελόνι του, είδα τα γεννητικά του όργανα. Ανέβηκε πάνω μου. Έβγαλε το φανελάκι που φορούσε και τράβηξε το κολάν μου, το κατέβασε μαζί με το εσώρουχό μου. Μου άνοιξε τα πόδια και ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησε να ολοκληρώσει αυτό που είχε στο μυαλό του. Τον απώθησα και στην προσπάθειά μου να σηκωθώ χτύπησα το πόδι μου. Ήρθε πίσω μου και ακούμπησε το μόριο του στο γυμνό κομμάτι του σώματος μου. Κατάφερα να φτάσω στην πόρτα, φώναζα και χτυπούσα την πόρτα. Μου είπε “μη φωνάζεις τσάμπα δεν είναι κανείς εδω”. Τον παρακαλούσα να μου ανοίξει την πόρτα. Έκατσε στο μπουντουάρ του και ήταν φανερό ότι είχε παραιτηθεί από αυτό που ήθελε να κάνει. Εγώ ήμουν στη πόρτα και φώναζα. Ήρθε κοντά μου και μου είπε: “Εγώ όπως μπορώ να σε φτιάξω μπορώ και να σε καταστρέψω”. Μου άνοιξε τελικά την πόρτα (…). Έφυγα τρέχοντας από την πόρτα που μπήκα. Περπάταγα πολύ ώρα χωρίς να ξέρω πού πήγαινα. Πήρα τη φίλη μου τη Β. και ήρθε και με βρήκε. Είδε σημάδια στο λαιμό μου. Της είπα τι είχε γίνει. Ούτε για μια στιγμή δε σκεφτήκαμε να το καταγγελουμε».
Πρόεδρος: Για ποιο λόγο;
Μάρτυρας: Για πολλούς λόγους. Σκέφτηκα ότι εμένα δεν θα με πιστέψει κανένας. Δεν ήξερα ούτε τυπικά πώς να αντιδράσω…
Πρόεδρος: Ήσασταν 27 ετών, μια κοινωνική πείρα την είχατε…
Μάρτυρας: Όχι, δεν την είχα λόγω του προστατευτισμού και των συνθηκών ευπρέπειας που μεγάλωσα. Ίσως να ήταν καλύτερο να ήμουν αλητάκι.(…). Σκέφτηκα ακόμη πώς θα έλεγα στο σπίτι μου αυτό το πράγμα. Θα καταρράκωνα τη μητέρα μου.
Πρόεδρος: Εσείς τι θέλατε; Να αντιδράσετε με ένα τρόπο σαν να μην υπήρξε όλο αυτό;
Μάρτυρας: Ναι, αυτός ηταν ένας τρόπος για να συνεχίσω τη ζωή μου. Γενικά με τρομοκρατούσε η ιδέα ότι όλο αυτό θα μαθευτεί. Αυτό που εμένα με έκανε να αισθανθώ προστατευμένη ήταν “το ότι δεν το λέω”. Ο κατηγορούμενος μου έδειχνε πως πίστευε ότι κάνεις δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα.
Συνεχίζοντας η μάρτυρας ένιωσε την ανάγκη να διευκρινίσει: «Είμαι εδώ για να πληροφορήσω και να μην υπάρξουν άλλα θύματα, δεν θέλω να διασυρω κανέναν. Δεν έχω σχέση με το #metoo. Ούτε νιώθω ότι κρατάω κάποιο λάβαρο. Ήρθα μόνο για να ενημερώσω για να μη συμβεί ξανά».
Επανερχόμενη στην καταγγελία της και στα όσα έγιναν μετά την απόπειρα βιασμού της στο θέατρο, η 42χρονη σημείωσε: «Όσο ήμουν με την φίλη μου, μου έστειλε ένα μήνυμα ο κατηγορούμενος που μου έλεγε “την επόμενη φορά δεν θα σε αφήσω να ξεφύγεις“. Έφτασα στο σπίτι μου, αισθανόμουν άρρωστη».
Η μάρτυρας κατέθεσε ακόμη πως για δέκα ημέρες μετά το περιστατικό, ο κατηγορούμενος της τηλεφωνούσε από απόκρυψη, της έστελνε μηνύματα και της ζητούσε να του πει χυδαία λόγια για να αυτοικανοποιηθεί.
Πρόεδρος: Δεν κρατήσατε κάποια από αυτά τα μηνύματα;
Μάρτυρας: Υπήρχε μόνο τρόμος και αγωνία για να το κρύψω. Εγώ το έβαλα όλο αυτό σε ένα κουτάκι στο μυαλό μου και προσπάθησα να το κρύψω. Αυτός ήταν ο τρόπος μου να το κρύψω. Το μόνο που έκανα ήταν να τον ηχογραφήσω μια φορά. Έβαλα αυτό το κινητό σε ένα κουτί στην αποθήκη αλλα μετά ο χώρος αυτός πλημμύρισε και το τηλέφωνο καταστράφηκε. Όταν έκανα την καταγγελία και με κάλεσε ο εισαγγελέας αναζήτησα το τηλέφωνο. Ήταν εκεί αλλά μουχλιασμένο και κατεστραμμένο. (…).
Εξηγώντας γιατί αποφάσισε να μηνύσει τον Πέτρο Φιλιππίδη τόσα χρόνια μετά το 2010, η καταγγέλλουσα ανέφερε: «Κάποια στιγμή όλο αυτό έγινε ένα ηφαίστειο μέσα μου. Δεν έτρωγα, ζαλιζόμουν. Όλοι με ρωτούσαν τι έχω. Έλεγα ότι δεν έχω δουλειά και πως δεν ήμουν καλή ηθοποιός. Προσπαθούσα να το ρίξω εκεί. Ο πατέρας μου είχε έναν φίλο ψυχίατρο, που ζήτησε να με δει. Εγώ δεν ήθελα γιατί φοβόμουν ότι θα τα πει στο πατέρα μου. Τον επισκέφθηκα κάποιες φορές. Μου χορήγησε ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο. Αισθανόμουν πολύ άσχημα που αναγκαζόμουν να πάρω φάρμακα γι΄ αυτό το λόγο. Τα έπαιρνα με το ζόρι. Βλέποντας τη κατάστασή μου ο πατέρας μου με βοήθησε να κάνω μια δίκη μου παράσταση. Κάναμε μια ομάδα και ανεβάσαμε τη “Δεσποινίδα Τζούλια”».
Τέλος, η μάρτυρας ανέφερε πως πιστεύει πως έχασε πολλές δουλειές στη τηλεόραση, ενδεχομένως, εξαιτίας παρέμβασης του κατηγορούμενου.
Αντιδράσεις
Εισαγγελέας: Είπατε ότι ο καγηγορούμενος σας άνοιξε τη πόρτα;
Μάρτυρας: Ναι.
Εισαγγελέας: Οι βιαστές ανοίγουν τη πόρτα; Το ακούσαμε και αυτό.
Μάλιστα, εντύπωση προκάλεσε το σχόλιο του εισαγγελέα, ο οποίος ανέφερε πως «στη Γαλλία έχουν 51 βιασμούς, εδώ έχουμε μια απόπειρα… μην τρελαθούμε κιόλας…».
Μάλιστα, ο εισαγγελέας ζήτησε από τη μάρτυρα να καθίσει στο εδώλιο -δίπλα στον κατηγορούμενο- για να κάνει αναπαράσταση τον τρόπο που καθόταν όταν δέχθηκε επίθεση. «Κυρία πρόεδρε, παρακαλώ προστάτευσε τη μάρτυρα» ήταν η αντίδραση των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Συνεχίζοντας την εξέταση της μάρτυρα, ο εισαγγελέας την ρωτήσε ακόμη και τι είδους εσωρούχου φορούσε εκείνη την ημέρα!
«Δεν ξέρετε τι ήταν το παντελόνι του, δεν ξέρετε αν ήταν σε στύση… πώς ήρθε τόσο γρήγορα σε στύση σε αυτήν την ηλικία ήταν και μεγάλος άνθρωπος…» ήταν ένα ακόμη από τα σχόλια του εισαγγελέα επί των απαντήσεων της καταγγέλλουσας.
Η έναρξη της δίκης
Ο Πέτρος Φιλιππίδης κάθεται στο εδώλιο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έχοντας αθωωθεί σε πρώτο βαθμό από την πρώτη και βαρύτερη κατηγορία που αντιμετώπιζε, αυτή του βιασμού σε βάρος άλλης γυναίκας συναδέλφου του. Η δίκη ξεκίνησε σήμερα έπειτα απο μια διακοπή για τις δυο απόπειρες βιασμού δυο γυναικών συναδέλφων του, για τις οποίες πρωτόδικα είχε καταδικασθεί σε κάθειρξη 8 ετών με αναστολή.
Ο ηθοποιός προσήλθε στη δίκη συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, Ελπίδα Νίνου, η οποία τον στηρίζει και είναι μάρτυρας του. Ακόμη στους μάρτυρες υπεράσπισης του Πέτρου Φιλιππίδη συγκαταλέγονται η Βάνα Μπάρμπα, ο Παύλος Χαϊκάλης, κ.ά.
Με την έναρξη της διαδικασίας οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ζήτησαν να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών η κατάθεση της δεύτερης παθούσας, η οποία είχε καταγγείλει τον ηθοποιό ότι το 2014 είχε αποπειραθεί να τη βιάσει μέσα στο αυτοκίνητό του στη Ψυχικό. Το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα και στη συνέχεια κάλεσε τον ηθοποιό να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών. «Αρνείται τις κατηγορίες» είπε ο συνήγορος του Μιχάλης Δημητρακοπούλος, επιχειρηματολογώντας υπέρ της αθωότητας του εντολεα του.