«Αυτοί ξεκίνησαν την συμπλοκή, μας επιτέθηκαν με το κράνος», υποστήριξε στην απολογία του ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, ο τέταρτος εκ των κατηγορουμένων στη δίκη για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και την επίθεση στους δύο φίλους του.
Ο 21χρονος αλβανικής καταγωγής έδωσε τη δική του εκδοχή για τη δολοφονική επίθεση με οπαδικά κίνητρα που σημειώθηκε τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022, στην περιοχή της Χαριλάου. Ξεκινώντας την απολογία του ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του 19χρονου φοιτητή που δολοφονήθηκε στην οδό Θ. Γαζή και ζήτησε από το δικαστήριο να λάβει υπόψιν του ποιον άνθρωπο έχει απέναντί του.
«Πρέπει να ζητήσω μια ειλικρινή και ταπεινή συγγνώμη στην οικογένεια του Άλκη. Θέλω να καταλάβατε ποιον έχετε απέναντι σας. Προέρχομαι από μια οικογένεια που με μεγάλωσε σωστά, δεν έλειψε τίποτα σε εμένα και τον αδελφό μου και πάντα μας στήριζαν. Οι γονείς μου ήρθαν από την Αλβανία πριν 25 χρόνια και από τότε δουλεύουν. Έχω πρότυπο τον πατέρα μου και ήθελα να ακολουθήσω το επάγγελμά του, να ασχοληθώ με τα αυτοκίνητα», είπε στην αρχή της απολογία του.
Ο 21χρονος υποστήριξε ότι εκείνο το βράδυ αποφάσισαν να φύγουν από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ και να κατευθυνθούν με τα τρία αυτοκίνητα στην περιοχή της Χαριλάου προκειμένου να εντοπίσουν οπαδούς του Άρη. «Η απόφαση πάρθηκε από όλους να κάνουμε δύο – τρεις γύρες στη Χαριλάου για να μαλώσουμε. Δεν ήξερα τι θα γίνει, ήταν το πρώτο μου συμβάν. Είχαν κυνηγήσει άλλους οπαδούς της δικής μας ομάδας», ανέφερε, σημειώνοντας πως είχε πάρει μαζί του έναν πυρσό, τον οποίο όμως δεν χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
«Εγώ απλά ακολούθησα. Δεν πήγα με το ζόρι, όπως και κανένας άλλος. Δεν είχα ξανά πάει σε κάποιο συμβάν, δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω (..) Ξεκινήσαμε, κάναμε δύο – τρεις γύρες μέχρι που στρίψαμε στην οδό Πλαστήρα και από μακριά είδαμε κάποια άτομα στην πολυκατοικία. Ήταν ομάδα νεαρών, μαυροντυμένοι. Δεν είδαμε καν πόσοι ήταν και είπαμε να τους κάνουμε μια ερώτηση. Φτάσαμε κοντά και κάποιος από εμάς, μάλιστα, είπε ότι δεν είναι οπαδοί του Άρη. Έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα και τα τρία άτομα από το τελευταίο αυτοκίνητο, μαζί με εμάς τους τρεις που κατεβήκαμε από το πρώτο. Ο δεύτερος κατηγορούμενος τους ρώτησε “τι ομάδα είστε” και απάντησαν επιθετικά ”Άρης ρε που…νες”», κατέθεσε ο 21χρονος.
«Αυτοί ξεκίνησαν τη συμπλοκή»
Στη συνέχεια υποστήριξε πως ένας από τους πέντε φίλους του Άλκη Καμπανού ήταν εκείνος που τους επιτέθηκε πρώτος. «Όλοι ήταν όρθιοι, μας είχανε δει πριν κάνουμε την ερώτηση, μάλλον κατάλαβαν ότι είμαστε οπαδοί του ΠΑΟΚ. Αυτοί ξεκίνησαν την συμπλοκή, χτύπησαν με το κράνος τον δεύτερο κατηγορούμενο μόλις μπήκε μέσα», είπε.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι είδε συνολικά τρία χτυπήματα στο αιματηρό επεισόδιο, με την συγκεκριμένη σειρά: Το χτύπημα με το κράνος από τον φίλο του Άλκη στον πρώτο κατηγορούμενου, τον δέκατο κατηγορούμενο να χτυπά με το δρεπάνι τον φίλο του Άλκη και τον πρώτο κατηγορούμενο να μαχαιρώνει τον φίλο του 19χρονου χαμηλά στο πόδι.
«Εκείνη την ώρα πήδηξε ο ένας και τον κυνήγησα. Ήθελα να απομακρυνθώ γιατί είδα τα όπλα. Ήταν εύσωμο παιδί, μπορούσα να τον πιάσω αλλά δε το έκανα. Μόλις έφτασα στο κατάστημα εστίασης είδα κάποιους να έρχονται απειλητικά. Γύρισα το σώμα μου πίσω. Ήθελα να μπω στο αμάξι, πλησίασα στα σκαλιά και φώναξα πάμε να φύγουμε», ανέφερε.
«Είδα τον Άλκη Καμπανό χτυπημένο και με αίματα»
Ο 21χρονος είπε πως γυρνώντας στο σημείο της επίθεσης επί της οδού Θ. Γαζή, αντίκρισε τον Άλκη Καμπανό τραυματισμένο, ενώ υπήρχε μεγάλη ποσότητα αίματος και σοκαρίστηκε. «Αναρωτήθηκα πού βρίσκομαι, τι έγινε. Φώναξα τον πρώτο κατηγορούμενο αλλά μάλλον δε με άκουσε και γύρισα πίσω. Τους άφησα πάνω και τους βρήκα όλους κάτω. Είδα πολλά αίματα. Είδα το παιδί και φοβήθηκα, πρώτη φορά αντιμετώπιζα τέτοια κατάσταση, φοβήθηκα», σημείωσε.
Σχετικά με το βίντεο από τη στιγμή της δολοφονικής επίθεσης, στο οποίο αποτυπώνεται η στιγμή που βάζει κάτι στην τσέπη του μπουφάν του, υποστήριξε στο δικαστήριο πως ήταν το κινητό του τηλέφωνο καθώς τον καλούσε διαρκώς η μητέρα του επειδή είχε καθυστερήσει να επιστρέψει στο σπίτι και ανησυχούσε.
«Γύρισα σπίτι μου τρομαγμένος και μπήκα αμέσως στο δωμάτιο μου, δε μίλησα στη μητέρα μου. Έμαθα στις 3 το πρωί από το ίντερνετ τι έγινε. Μου κόπηκαν τα πόδια, δεν είχα το θάρρος να πω στον πατέρα μου ότι βρέθηκα σε τέτοιο συμβάν. Είχαμε πάντα άριστες σχέσεις και με βοηθούσε σε όλα, αλλά δεν είχα το θάρρος να το πω. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον τρίτο κατηγορούμενο, ήταν στενοχωρημένος. Του έλεγα “πώς κατέληξε έτσι”, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Την επόμενη μέρα φύγαμε για Αλβανία για προγραμματισμένο ταξίδι. Δεν είχα το θάρρος να το πω στους γονείς μου, τους έλεγα ότι χώρισα με την κοπέλα μου γιατί με έβλεπαν στενοχωρημένο. Μέχρι που φτάσαμε στην Αλβανία και τους τα είπα. Ο πατέρας μου με συμβούλεψε να παραδοθώ, αυτό ήθελα και εγώ. Μιλήσαμε με δικηγόρο και μετά από μέρες παραδόθηκα στις αλβανικής Αρχές και εκεί με άφησαν ελεύθερο. Από μόνος μου πήγα σύνορα και παραδόθηκα. Ήξερα ότι προφυλακίστηκαν οι υπόλοιποι, ήξερα τι θα αντιμετωπίσω. Ήθελα να έρθω εδώ για να καταλάβετε τη δική μου συμμετοχή στο συμβάν», υπογράμμισε στην απολογία του.