Ο γιατρός, 61 ετών, κατηγορείται για δωροληψία υπαλλήλου, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, αλλά και για απειλή – εκφοβισμό με σκοπό τον επηρεασμό της κατάθεσης των μαρτύρων, ενώ η δίκη που ξεκίνησε το πρωί της Τετάρτης, διεκόπη για την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου όπου αναμένεται και η απόφαση.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο γιατρός φαίνεται πως λάμβανε «φακελάκι» από τους ασθενείς με καρκίνο, για σχεδόν έναν χρόνο, από τον Ιανουάριο του 2018, μέχρι τελικά να φτάσει καταγγελία στους έμπειρους αστυνομικούς του Εσωτερικών Υποθέσεων και με «χειρουργικές» κινήσεις να τον παγιδεύσουν και να τον πιάσουν «στα πράσα». Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της έρευνας της ΕΛ.ΑΣ., ο γιατρός κατηγορείται ότι εκφόβιζε τους μάρτυρες και τους συγγενείς τους για να μη καταθέσουν εναντίον του.
Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει συνολικά 16 καταγγελίες χρηματισμού από ασθενείς και, σύμφωνα με τη δικογραφία, τα ποσά που ζητούσε ήταν από 800 έως 1.600 ευρώ, τα οποία εισέπραττε άλλοτε ενόψει του χειρουργικών επεμβάσεων κι άλλοτε μετά τη διενέργειά τους. Ο κατηγορούμενος φέρεται να καθόριζε την τιμή κρίνοντας ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του κάθε ασθενή και όπου έκρινε ότι χρειαζόταν έκανε… εκπτώσεις.
Σύμφωνα πάντα με τις καταγγελίες των ασθενών, ο 61χρονος γιατρός σε κλινική δημοσίου νοσοκομείου, ζητούσε από τους ίδιους ή τους συνοδούς τους, χρηματικά ποσά προκειμένου να παρακάμψει υπέρ τους τη λίστα αναμονής που τους έλεγε ότι είναι μεγάλη και σε πολλές περιπτώσεις θα έπρεπε διαφορετικά να περιμένουν αρκετούς μήνες.
Οι καταθέσεις
Μια από τις ασθενείς – μάρτυρες που βρέθηκε σήμερα στο δικαστήριο, κατέθεσε ότι το 2018, λίγο πριν το Πάσχα, επισκέφτηκε το νοσοκομείο και συνάντησε τον κατηγορούμενο που θα αναλάμβανε να την εγχειρήσει. «Όμως αφού είδε τα “τεφτέρια” του μου είπε ότι δεν έβρισκε ραντεβού. Τον ρωτήσανε αν θέλει 300 ευρώ και μας είπε ότι είναι λίγα. Του είπαμε για 500 ευρώ και μας είπε το ίδιο, ενώ όταν του εξηγήσαμε ότι δε μπορούμε να διαθέσουμε περισσότερα χρήματα μας απάντησε “να πάτε να βρείτε”. Μόλις του είπαμε ότι είμαστε εντάξει με τα λεφτά, βρήκε γρήγορα δύο ραντεβού, ένα για τη Μεγάλη Τρίτη και ένα για τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, όπου επέλεξα να κάνω την επέμβαση», κατέθεσε.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η πρώτη γυναίκα που απευθύνθηκε στην αστυνομία και εξήγησε ότι μια φίλη της ήταν εκείνη που την έπεισε να επισκεφτεί τον συγκεκριμένο γιατρό, ο οποίος της ζήτησε 1.000 ευρώ προκειμένου να κάνει την εγχείρηση στο δημόσιο νοσοκομείο και να παρακάμψει την αναμονή.
Ο αστυνομικός παρίστανε τον γιο της ασθενούς
Η σύλληψη του γιατρού έγινε τον Ιανουάριο του 2019 με τρόπο που παραπέμπει σε σενάριο… ταινίας, αφού μόλις η γυναίκα απευθύνθηκε στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος της ΕΛ.ΑΣ., χωρίς να χαθεί χρόνος, οι έμπειροι αστυνομικοί ανέλαβαν δράση.
«Η μάρτυρας μας ανέφερε ότι ο γιατρός στο νοσοκομείο της ζήτησε λεφτά για μια συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση και μας εξήγησε το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Μας είπε ότι έκλεισε ραντεβού με τον γιατρό προκειμένου να βρεθούν από κοντά και να κανονίσουν της λεπτομέρειες», ανέφερε στην αρχή της κατάθεσής του ο έμπειρος αστυνομικός που υπηρετεί στους «Αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ.
«Πήγα με τη μάρτυρα και περιμέναμε έξω από το γραφείο του γιατρού, προσποιήθηκα ότι είμαι ο γιος της κυρίας. Ο κατηγορούμενος μου είπε ότι η “μητέρα μου” στο τηλέφωνο του έλεγε για χρήματα και δεν είναι δυνατόν να λένε τέτοια πράγματα στο τηλέφωνο. Μιλούσα εγώ με τον γιατρό και ρωτούσα τι ακριβώς έχει η μάρτυρας κι αν πρέπει να γίνει άμεσα η επέμβαση. Τότε εκείνος απευθύνθηκε στην μάρτυρα και τη ρώτησε αν πονάει, με τη γυναίκα να απαντάει “πάρα πολύ”. Ο γιατρός, τότε, μου είπε, ότι πρέπει να γίνει άμεσα η επέμβαση», ανέφερε.
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του, ο αστυνομικός εξήγησε στο δικαστήριο πως παγίδευσαν τον γιατρό με τα προσομοιωμένα χαρτονομίσματα.
«”Τον ρώτησα για τα χρήματα, και μου είπε ότι θέλει 1.000 ευρώ, 500 για εκείνον και 500 για τον αναισθησιολόγο. Μου είπε ότι σε άλλο δημόσιο νοσοκομείο θα αργούσαν και σε ιδιωτική κλινική θα μας στοίχιζε 4-5 χιλιάδες ευρώ. Απάντησα “εντάξει” και μου είπε πως “αν ήταν απλή η επέμβαση δε θα ζητούσα κάτι, ένα μπουκάλι ουίσκι και όλα καλά, απλά αυτή είναι χρονοβόρα εγχείρηση, δε ξέρω τι θα συναντήσω και είναι 8-10 ώρες για αυτό στα ζητάω τα χρήματα” . Ύστερα άνοιξε ένα ημερολόγιο που είχε και μου είπε πότε να πάω μαζί με τη μάρτυρα – που πίστευε ότι είναι η μητέρα μου – αλλά και να έχω μαζί μου τα χρήματα», σημείωσε.
Πράγματι ο αστυνομικός επέστρεψε τη συγκεκριμένη ημερομηνία μαζί με τη «μητέρα» του και έναν φάκελο με 1.000 ευρώ, όμως τα χαρτονομίσματα ήταν προσομοιωμένα από την αστυνομία.
«Προσομοιώσαμε τα χρήματα και όταν πήγαμε στο νοσοκομείο κάναμε όλες τις εξετάσεις, μείναμε ώρες με τη μάρτυρα και μπήκαμε στο δωμάτιο. Ακούγαμε ότι εκείνη την ημέρα δε θα γινόντουσαν χειρουργεία και πήγανε να ρωτήσουμε τον γιατρό. Τον ρώτησα και μου είπε θα γίνει κανονικά η επέμβαση αύριο, 8 Ιανουαρίου, και του είπα ότι έχω τα χρήματα. Μου απάντησε “δώστα τώρα”. Μόλις βγήκα έξω μπήκαν οι συνάδελφοί αστυνομικοί μέσα στο γραφείο του και βρήκαν τα χρήματα και ένα ακόμα φακελάκι με άλλα 1.000 ευρώ», ανέφερε στην κατάθεσή του.
«Μας ζήτησε 1.600 ευρώ»
Πριν διακοπή η σημερινή συνεδρίαση του δικαστηρίου, κατέθεσε ακόμη μια μάρτυρας, η μητέρα της οποίας υποβλήθηκε σε επέμβαση τον Νοέμβριο του 2018 από τον κατηγορούμενο και ισχυρίζεται ότι του έδωσαν 1.600 ευρώ.
“Είχαμε κλείσει ραντεβού και πήγαμε για να την εξετάσει ο γιατρός και μας είπε ότι θα έπρεπε να γίνει άμεσα η επέμβαση καθώς υπήρχαν δύο μεγάλοι όγκοι. Του είπαμε να κλείσουμε ραντεβού αλλά άνοιξε την ατζέντα του και μας είπε ότι δεν έχει στο κοντινό διάστημα κάποιο διαθέσιμο. Όταν του είπαμε ότι θα ψαχτούμε αλλού μας ζήτησε 1.600 ευρώ και μας είπε ότι μπορεί να βγάλει μια απόψυξη και να βάλει τη μητέρα μου. Τα χρήματα τα δώσαμε πριν η μητέρα μου μπει στο χειρουργείο”, ανέφερε η μάρτυρας.
Το δικαστήριο διεκόπη και θα συνεχιστεί την τελευταία βδομάδα του Φεβρουαρίου.