Η παραδοσιακή κρητική φιλοξενία. Οι γελαστοί Κρητικοί με τα άσπρα μουστάκια και την ζεστή καρδιά. Οι πρόσχαρες νοικοκυρές με τα μαύρα μαντίλια και τα καρύδια στις χούφτες για κέρασμα. Τα ωραία καθαρά πρόσωπα, τα μεγάλα τραπέζια, τα φωτογενή γλέντια. Η Κρήτη σαν καρτ – ποστάλ του ΕΟΤ. Και όταν οι κάμερες φύγουν; Όταν οι τουρίστες ή επισκέπτες απ’ την “χώρα” γυρίσουν στα σπίτια τους; Τι συμβαίνει όταν τα χαμόγελα σβήσουν και κλείσουν οι πόρτες; Ποιος ξέρει πραγματικά; Και τι μας νοιάζει εδώ που τα λέμε.
Μέχρι να “σκάσει” η επόμενη τραγωδία, να πέσουμε απ΄τα σύννεφα, να σοκαριστούμε, να μονολογήσουμε “αυτά δεν γίνονται”, να οργιστούμε για τα ανθρωπόμορφα “τέρατα”, να γράψουμε κάποιο πύρινιο ποστ, πιθανότατα υπέρ της αυτοδικίας και μετά να επιστρέψουμε στην βολική μας άγνοια και στο ωραίο αφήγημα της φιλόξενης Κρήτης.
Γιατί βέβαια, το θέμα είναι ότι ξέρουμε. Όλοι λίγο ως πολύ ξέρουμε.
Ξέρουμε για την βία, την καταπίεση, την κακοποίηση κάθε είδους στις περίκλειστες κοινωνίες του νησιού.
Και ξέρουμε φυσικά και για την “ομερτά”, τα ερμητικά σφραγισμένα στόματα, το “σσσ, μη μιλάς, θα μας ακούσει η γειτονιά” , το “τι θα πει ο κόσμος”, το “γύρευγε τη δουλειά σου”.
Ξέρουμε για τη σιωπή. Είμαστε μέρος της σιωπής. Μπορεί να φοβόμαστε. Ή μπορεί απλώς να μας ενδιαφέρει περισσότερο να προστατέψουμε το “φαίνεσθαι” της Κρήτης από το “είναι” της . Από τους ανθρώπους της που υποφέρουν στα χέρια άλλων ανθρώπων.
Γνωρίζω πολλούς κρητικούς που ενοχλούνται όταν στην υπόλοιπη Ελλάδα επισημαίνουν τις θλιβερές πρωτιές του Νησιού σε πολλές προβληματικές κατηγορίες. Κι εγώ πιάνω τον εαυτό μου να αντιδρά – δεν μας εξοργίζει η πραγματικότητα, μας εξοργίζει όταν μας την δείχνουν. .
Κι έτσι συντηρούμε, συνειδητά οι περισσότεροι, το ιλουστρασιόν προφίλ του ευλογημένου τόπου που τους περιμένει όλους με ανοιχτές αγκάλες. Συντηρούμε, δηλαδή, τη σιωπή.
Δεν διαφέρει πολύ το “τι θα πουν για την Κρήτη” από το “τι θα πει ο κόσμος”.
Φυσικά δεν είναι ούτε όλα μαύρα, ούτε όλα άρρωστα. Φυσικά η Κρήτη είναι όμορφη και με όμορφους ανθρώπους. Φυσικά οι γενικεύσεις δεν βοηθούν.
Περισσότερο δεν βοηθά να κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο.
Και δεν βοηθά επίσης πώς , όταν αναγκαστικά και πάντα με μια θλιβερή αφορμή της επικαιρότητας, ανοίγει η συζήτηση για όλα τα παραπάνω, αυτή γίνεται στην βάση κοινοτοπιών, κλισέ και της συνηθισμένης, επιφανειακής προσέγγισης που δεν προσφέρει λύσεις. Ούτε και την ενδιαφέρει άλλωστε.
Διότι οι λύσεις απαιτούν γενναιότητα, αληθινό νιάξιμο, γνώση, όραμα, κόπο, χρόνο και βέβαια έχουν και κόστος. Ανθρώπινο κόστος, ψυχικό κόστος και ασφαλώς πολιτικό κόστος. Ποιος θέλει και μπορεί να το επωμιστεί; Ποιος θέλει και μπορεί να σπάσει τα αποστήματα που τρώνε τα σπλάχνα του τόπου; Ποιος θέλει και μπορεί να πάει σε αυτές τις μικρές κοινωνίες να δημιουργήσει κόντρα σε όλους και όλα τα απαραίτητα υποστηρικτικά δίκτυα, τα κελύφη προστασίας μέσα στα οποία θα ανοίξουν επιτέλους τα σφραγισμένα στόματα; Ποιος θα ασχοληθεί πραγματικά και σε βάθος με την κοινωνική πρόνοια, όταν ενδεχομένως να κινδυνεύσει η σωματική του ακεραιότητα και όταν οι πολιτικοί άρχοντες του τόπου όχι απλώς τρέμουν μην δυσαρεστήσουν τους “πελάτες” τους αλλά τους προστατεύουν κιόλας;
Ποιος θα χαλάσει την εικόνα της “ατμομηχανής” του ελληνικού τουρισμού, σηκώνοντας το χαλί της “κρητικής φιλοξενίας”; Πόσους ανθρώπους, πόσα παιδιά θα “θυσιάσουμε” ακόμα στην προσπάθεια να διατηρήσουμε αψεγάδιαστο το “προσωπείο” μιας κοινωνίας με βαθιές και χρόνιες παθογένειες;
Στους δημοσιογράφους που επισκέφθηκαν το μέρος όπου συνέβη η πιο πρόσφατη υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου, οι κάτοικοι έλεγαν “δεν μιλάμε, αλλά αν θέλετε ελάτε να σας κεράσουμε”.
Τι τα θες και τα σκαλίζεις, σα να λέμε.
Κάτσε να πιούμε μια και γύρευγε τη δουλειά σου.