Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024
13.1 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Δεκαπεντάρης

Πρέπει να διαβάσετε

Μέσα σ’ ένα αλωνάκι, σμιλευμένο στην πλαγιά ενός βουνού λιγάκι παραέξω απ’ το χωριό, ήταν η μικρή μας Παναγιά. Σεμνή, ταπεινή και χαμηλοβλεπούσα, χτισμένη από πέτρα και χώμα ένας Θεός ξέρει πότε, πάντοτε φρεσκοασβεστωμένη τον Δεκαπεντάρη, ίσα που χώραγε μέσα τον παπά, τους ψαλτάδες, δυο μανουάλια, πεντέξε κονίσματα και μια δεκαριά νομάτους.

Οι λοιποί, χωριανοί και μουσαφίρηδες, στηνόμασταν απέξω στο χωράφι, ορθοί σιμά σε πρίνους, χαρουπιές κι αγριελιές, που μας ευλογούσανε με τον ασκιανό τους ετούτη την άγια ημέρα, και σιγοκουβεντιάζαμε γροικώντας την κατανυκτική μουρμούρα του παπά και τα τραγούδια των ψαλτάδων.

Δεν έφτανε αυτοκίνητο σ’ ετούτο το ξωκλήσι και σαν ήθελες να παραστείς την ημέρα της Παναγίας, έπρεπε ν’ ανηφορίσεις ένα κακοτράχαλο μονοπατάκι. Παράταιρα κι αχρείαστα φαινόντουσαν λούσα και φιγουρατζίδικα ξόμπλια, όπως ρολόγια ασημένια και χρυσά, πολύτιμα κοσμήματα, πανάκριβα κοστούμια και φορέματα και φανταχτερά παπούτσια.

Σεμνοί και ταπεινοί κι εμείς, μέσα μας κι όξω μας, σε αρμονία με τον περίβολο της εκκλησιάς και με το πνεύμα της ημέρας, πηγαίναμε να προσκυνήσουμε την Παναγιά μας.

Ώσπου κάποια χρονιά έβγαλε ανακοίνωση η Μητρόπολη και μας καλούσε, τους πιστούς, να τη συνδράμουμε για ν’ ανεγείρει ναό ευρύχωρο και μεγαλοπρεπή, στη μέση του χωριού, ως άρμοζε στον τόπο μας και στο παράστημά μας. Βγήκε το σχετικό κονδύλι, τρέξανε και διάφοροι ευεργέτες να κάμουνε τις δωρεές τους και να χαράξουνε το όνομά τους σε μαρμάρινη πλακέτα να τους θυμούνται οι επόμενες γενιές, σε λίγα χρόνια έτοιμος ο ναός· με τον ψηλό του τρούλο, τη μεγαφωνική του εγκατάσταση, το ηλεκτρονικό καμπαναριό, το χρυσοκεντημένο τέμπλο και τα καινούργια του κονίσματα.

Και από κείνη τη χρονιά, αποφασίσαμε εκεί να τη γιορτάζουμε την Παναγία· πήγαινε τ’ αυτοκίνητο, δεν είχε χώματα και αγριόχορτα να μας ενοχλούνε παρά μαρμάρινες αυλές, μπορούσαμε κι εμείς να στολιστούμε πιο πολιτισμένα, βρε αδερφέ, αναλόγως με τον καινούργιο χώρο και την περίσταση.

Και δωσ’ του τα λουστρίνια και οι γόβες, και να ‘σου τ’ απαστράπτοντα κοσμήματα, και η συζήτηση να περιστρέφεται, μεγαλόφωνα κι επηρμένα, γύρω από φίρμες και μάρκες καινούργιων σακακιών και λοιπών καταναλωτικών αποκτημάτων. Κι όλη την ώρα να στριγγλίζει η ντουντούκα ύμνους και ψαλμωδίες στην αυλή κι εμείς να προσπαθούμε να φωνάξουμε πιο δυνατά απ’ τον παπά, μέσα σε μια μοντέρνα χασμωδία. Ρίχναμε και τα κέρματά μας στο κουτί «υπέρ πτωχών κι αναξιοπαθούντων», να μη μας σκίζουνε τις τσέπες και να μη γρατζουνάνε το ασημένιο μπρασελέ μας καθώς βυθίζαμε βαριεστημένα τα χέρια μας μέσα τους. Μεταλαβαίναμε, στο τέλος, απ’ το χρυσό κουτάλι του παπά, παίρναμε το αντίδωρό μας που συνήθως κατέληγε ολόξερο, να λιάζεται για μέρες στο πίσω παρμπρίζ του ακριβού αυτοκινήτου μας, και συνεχίζαμε τη μέρα μας σε θάλασσες και σε ταβέρνες.

Όμως η Παναγιά μας, μάλλον πως αποφάσισε να μην ακολουθήσει τις αφεντιές μας σ’ ετούτη τη μεγαλοπρέπεια και την επιδειξιομανία κι έμεινε αμετακίνητη στο ταπεινό της το ξωκλήσι, καθότι δεν ξανανιώσαμε έκτοτε κατάνυξη και γλύκα μέσα σ’ αυτή την παραζάλη.

Κι είπαμε εφέτος, μετά από χρόνια, να την ξαναγιορτάσουμε στο πρωτινό της σπιτικό, μες στ’ αγριάγκαθα και τα ξεράδια. Κι άμα γενεί το θαύμα και μας ξεφανερωθεί και πάλι η Αγιοσύνη της, θα’ ναι μονάχα επειδή είναι Μεγαλόχαρη και κατέχει να συγχωρεί τους ανόητους και τους παραστρατημένους.

Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα