Οι ημικρανίες και οι αθροιστικές κεφαλαλγίες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και θεραπείες, αλλά οι ειδικοί έχουν παρατηρήσει ότι έχουν και κάποια κοινά βασικά χαρακτηριστικά: Και οι δύο αποτελούν αυτόνομες νευρολογικές ασθένειες και όχι συμπτώματα άλλων υποκείμενων παθήσεων.
Και επειδή καμία από τις δύο δεν μπορεί να εντοπιστεί εύκολα μέσω εξετάσεων αίματος ή απεικονιστικών εξετάσεων, διαγιγνώσκονται με βάση τα συμπτώματα, το βασικότερο από τα οποία είναι ο βασανιστικός πόνος.
Νέα ανασκόπηση μελετών υπογραμμίζει και ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό τους: το χρονοδιάγραμμα.
«Διαπιστώσαμε ότι περίπου το 70% των ασθενών με αθροιστική κεφαλαλγία και το 50% των ασθενών με ημικρανία έχουν πονοκεφάλους που ξεκινούν την ίδια ώρα κάθε μέρα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Δρ. Mark Joseph Burish, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Κεφαλαλγίας Will Erwin στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Τέξας.
Ο χρόνος εκδήλωσης της ημικρανίας μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, αλλά έχει την τάση να είναι σταθερός, είπε ο Burish. «Ο ασθενής Νο 1 μπορεί να εκδηλώνει πονοκεφάλους στις 3 τα ξημερώματα, και ο ασθενής Νο 2 το μεσημέρι. Ανεξάρτητα από τη ζώνη ώρας ή το μέρος, οι πονοκέφαλοι εκδηλώνονταν με ένα συγκεκριμένο μοτίβο» πρόσθεσε.
Αυτό υποδηλώνει ότι και τα δύο είδη πονοκεφάλου διέπονται τουλάχιστον εν μέρει από το εσωτερικό ρολόι ύπνου-αφύπνισης του σώματος, αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν κιρκάδιο ρυθμό.
Οι αθροιστικές κεφαλαλγίες επηρεάζουν περίπου 1 στους 1.000 Αμερικανούς, ενώ οι ημικρανίες είναι πολύ πιο συχνές, καθώς επηρεάζουν τουλάχιστον 39 εκατομμύρια Αμερικανούς.
Η κλινική εικόνα της αθροιστικής κεφαλαλγίας είναι χαρακτηριστική. Αιφνίδιας έναρξης, πολύ δυνατός πονοκέφαλος, που εντοπίζεται γύρω από το ένα μάτι και ακτινοβολεί προς το υπόλοιπο κεφάλι, τον αυχένα και καμιά φορά και τον ώμο.
Το μάτι είναι κόκκινο, δακρύζει και καμία φορά πρήζεται ή πέφτει το βλέφαρο. Η μύτη ή είναι βουλωμένη, ή έχει καταρροή (τρέχει) στο ρουθούνι που είναι δίπλα στο πάσχον μάτι. Ο πόνος της αθροιστικής κεφαλαλγίας είναι ανυπόφορος, οι ασθενείς τον περιγράφουν σαν «ένα καυτό σίδερο να μπαίνει στο μάτι». Ο πάσχων είναι ανήσυχος και (σε αντίθεση με την ημικρανία ) δεν ξαπλώνει για να του περάσει ο πόνος αλλά μπορεί να κάνει βόλτες ή να κάτσει σε μια καρέκλα και να κουνιέται μπρος-πίσω.
Κάποιες φορές συνυπάρχει ναυτία και φωτοφοβία (ενόχληση από το φως). Ο πόνος όπως αρχίζει, έτσι και τελειώνει: απότομα και χωρίς να αφήνει κάποιο σύμπτωμα.
Οι ημικρανίες είναι επίσης επώδυνες, αλλά τα συμπτώματα είναι διαφορετικά. Περιλαμβάνουν ευαισθησία στο φως, τον θόρυβο και την κίνηση, και συχνά, ναυτία και έμετο.
Επειδή οι παρεμβάσεις για τον ένα τύπο πονοκεφάλου μπορεί να είναι ακατάλληλες για τον άλλο, ο Burish είπε ότι είναι σημαντικό να γίνει σωστή διάγνωση.
Το ενδιαφέρον της ομάδας του για τη διεξαγωγή της ανασκόπησης των ερευνών σχετικά με τον χρόνο εκδήλωσης των πονοκεφάλων, προήλθε από την εμπειρία τους στη φροντίδα ασθενών, καθώς και από την παρακολούθηση δημοσιευμένων αναφορών περιστατικών.
Πολλές αναφορές αποδεικνύουν ότι οι αθροιστικές κεφαλαλγίες είναι «διαταραχή του κιρκάδιου ρυθμού», είπε. Ενώ η σύνδεση ήταν λιγότερο σαφής σε σχέση με τις ημικρανίες, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι και οι τα δύο είδη «πονοκεφάλου εκδηλώνονται σε προβλέψιμες ώρες της ημέρας», πρόσθεσε ο Burish.
Ο ίδιος και οι συνεργάτες του αποφάσισαν να εξετάσουν τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, εστιάζοντας σε δύο ομάδες μελετών. Η πρώτη περιελάμβανε 72 μελέτες που εξέτασαν τον χρόνο του πονοκεφάλου αναφορικά με τον κιρκάδιο ρυθμό. Η δεύτερη περιελάμβανε 16 μελέτες που διερεύνησαν εάν τα γονίδια που συνδέονται με τη λειτουργία του κιρκάδιου ρυθμού είναι πιο ισχυρά σε ασθενείς με κεφαλαλγία.
Εκτός από τη διαπίστωση ότι ο χρόνος εκδήλωσης του πονοκέφαλου ακολουθεί το εσωτερικό ρολόι του σώματος στους περισσότερους ασθενείς με αθροιστική κεφαλαλγία και τους μισούς ασθενείς με ημικρανίες, βρήκαν ακόμη ότι ο κίνδυνος αθροιστικής κεφαλαλγίας αυξάνεται αργά τη νύχτα και παραμένει αυξημένος μέχρι νωρίς το πρωί. Είχε επίσης την τάση να αυξάνεται την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Αντίθετα, ο κίνδυνος ημικρανίας ήταν υψηλότερος κατά τη διάρκεια της ημέρας, αυξανόταν αργά το πρωί και παρέμενε αυξημένος μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες.
Οι ερευνητές συνέδεσαν και τους δύο τύπους πονοκεφάλων με δύο γονίδια που παίζουν βασικό ρόλο στη ρύθμιση του βιολογικού ρολογιού.
Διαπίστωσαν επίσης ότι πέντε από τα εννέα γονίδια που είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο αθροιστικής κεφαλαλγίας –και 110 από τα 168 γονίδια που είναι γνωστό ότι ενισχύουν τον κίνδυνο ημικρανίας– λειτουργούν επίσης σύμφωνα με το εσωτερικό ρολόι του σώματος.
Ένα άλλο εύρημα στα ούρα των συμμετεχόντων ήταν ότι οι ασθενείς με ημικρανία τείνουν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα της ορμόνης μελατονίνης -που συνδέεται με καλύτερη ποιότητα ύπνου- σε σύγκριση με τους υγιείς συμμετέχοντες. Τα επίπεδα μελατονίνης έτειναν να πέφτουν κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ημικρανίας.
Η εξήγηση στη σύνδεση του πονοκεφάλου και του κιρκάδιου ρυθμού θα μπορούσε να βρίσκεται, σύμφωνα με τον Burish, στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ο οποίος συμμετέχει στη ρύθμιση πολλών διεργασιών, όπως η πείνα, η θερμοκρασία του σώματος και ο κιρκάδιος ρυθμός σας.
«Ελπίζουμε η μελλοντική έρευνα να εντοπίσει πώς η ώρα της ημέρας ελέγχει τους πονοκεφάλους και πώς θα μπορούσαμε να τους αποτρέψουμε» κατέληξε.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση Neurology.