Επάρκεια και άριστη ποιότητα είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της χριστουγεννιάτικης αγοράς των αμνοεριφίων στην Κρήτη.
Μιλώντας στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό CRETA και στην εκπομπή Live με την Αντιγόνη, ο πρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Κρήτης Αλέκος Στεφανάκης εκτίμησε πως το φετινό τραπέζι δεν θα είναι ιδιαίτερα «τσουχτερό» αναλογικά με τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και τα καύσιμα. «Ο αγροδιατροφικός τομέας της Κρήτης παλεύει και συνυφίστανται το κοινωνικό έργο και προσφέρει τα μοναδικά και πανάκριβα προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Αν πάμε σε σούπερ μάρκετ και σκεφτούμε ότι τα προϊόντα είναι χειροποίητα και μπαίνουν σε μια διαδικασία με την ποιότητα. Από τον περσινό Αύγουστο μέχρι σήμερα έχουμε 40% ανατίμηση στο κόστος των πρώτων υλών των ζωοτροφών, πόσο έχει πάει στον καταναλωτή; Τίποτα. Το έχει απορροφήσει η αλυσίδα και το μεγάλο ποσοστό το έχει ο πρωτογενής τομέας σε όλη την έκφαση του, που παλεύει καθημερινά».
Ο κ. Στεφανάκης σημείωσε πως το ευτύχημα είναι ότι μαζί με την εξέλιξη του τουρισμού, πάντα ακολουθούσε ο αγροδιατροφικός τομέας της Κρήτης, χωριστά μεν αλλά ταυτόχρονα. «Έχουν επενδυθεί χρήματα και είμαστε έτοιμοι, όχι να καλύψουμε το τοπικό τραπέζι και τη ζήτηση αλλά γίνονται και εξαγωγές. Θα υποστηρίξουμε με αρνιά και κατσίκια την υπόλοιπη Ελλάδα».
Αυτό, οφείλεται στη θέση της Κρήτης αλλά και στο γεγονός ότι στο νησί υπάρχουν δύο φυλές προβάτων το Σφακίων και το Αστερουσιανό. «Μπορούμε όταν δεν γίνεται γονιμοποίηση σε άλλες περιοχές τα ζώα μας να γενούν. Πάντα η Κρήτη προήγαγε πρώιμο αρνί, είναι κρητικό γιατί δεν υπάρχουν άλλα. Η κίνηση είναι μονόδρομη, είναι από την Κρήτη προς τα πάνω».
Ωστόσο υπάρχει μια μικρή αύξηση 10% από πέρσι στο κρέας αλλά ο κ. Στεφανάκης την χαρακτήρισε αναμενόμενη. «Στην ουσία, δεν καλύπτεται το κόστος των πρώτων υλών, του κόστος παραγωγής των παραγωγών. Ούτε στο γάλα έχει καλυφθεί παρότι υπάρχει καλή ανατίμηση, είναι κάτι που τονώνει ηθικά τους παραγωγούς και συνεχίζουν και παράγουν».
Σύμφωνα με τον κ. Στεφανάκη, υπήρξε μια περίοδος που η Κρήτη ήταν στα όρια της αυτάρκειας σε χοιρινό κρέας, όμως ο ανταγωνισμός, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού έφερε την αυτάρκεια σε χοιρινό στο νησί σε ένα 15% οριακά. Άρα το υπόλοιπο είναι εισαγόμενο. «Κρητικό χοιρινό έχουμε 15% μόλις, είναι δύο μεγάλες μονάδες και πέντε – δέκα μικρές, ένα 10 – 15%».
Εκτίμησε δε, πως ίσως η κατάσταση να μη μπορεί να σωθεί. «Έχουν γίνει δύο πράγματα, το ένα είναι ότι ο τόπος μας είναι τουριστικός άρα έχουμε γρήγορη εξέλιξη του τουρισμού και η χοιροτροφία προϋποθέτει δύο πράγματα. Εθνική στρατηγική για να κάνουμε κτηνοτροφία, αυτό δεν υπάρχει στο μυαλό του υπουργείου, μας χρεώνουν απίστευτα πράγματα η Ε.Ε. με αυτό το θέμα. 6 δισ. ευρώ θέλαμε πριν το ’10 για να αγοράσουμε ζωικά τρόφιμα, έχουμε κάνει πράγματα που δε τα λένε τα βιβλία, με απόλυτη ευθύνη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, γιατί σε αναπτυγμένες χώρες ο τζίρος από τον πρωτογενή τομέα 60% ζωική και 40% φυτική. Εμάς είναι 70% φυτική και 30% ζωική αλλά είναι άλλη η υπεραξία. Στην Κρήτη το 40% των ανθρώπων έχουν εισόδημα από τον πρωτογενή τομέα και αυτό πρέπει να το σεβαστούμε».
Παράλληλα, αναφέρθηκε και στο κομμάτι των γαλακτοκομικών λέγοντας πως οι παραγωγοί ήταν και είναι ακόμη σε απόγνωση. «Έχει δοθεί μια ανατίμηση, η Κρήτη έχει 100 νόμιμα υπέροχα τυροκομεία φυτεμένα μέσα σε ζώνη γάλακτος, δηλαδή δίπλα στον παραγωγό. Άρα έχουμε μια χειροποίητη παραγωγή με συστήματα ελευθέρας βοσκής. Τα ζώα είναι όλο το χρόνο έξω, άρα μαζεύουν εξαιρετικά προϊόντα. Αυτά τα τυροκομεία δουλεύουν και παράγουν, είναι μικρά άρα πολυτεμαχισμένα και το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούν να κάτσουν να συνεννοηθούν».