Ο ηθοποιός Χρήστος Λούλης μιλάει για τον δικαστή Μπρακ που θα ερμηνεύσει, την έλλειψη καθήκοντος «που μπορεί να σε κάνει τέρας», την ιδανική συνθήκη για να κάνεις καλό θέατρο και την πατρότητα…
O γνωστός ηθοποιός μιλάει για τις θεατρικές του αναζητήσεις αλλά και για τη λατρεία του για τον κινηματογράφο…
Έχετε να κάνετε θέατρο από πέρυσι τον χειμώνα…
«Πράγματι. Τα τελευταία χρόνια έχω αποφασίσει να κάνω μία παράσταση κάθε σεζόν. Το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν το δεύτερο συνεχόμενο που δεν δούλεψα. Γιατί και οικονομικά το αντέχω πια αλλά και γιατί μ’ αρέσει. Δεν ήμουν ποτέ από αυτούς που έκαναν παραστάσεις για έξι-οκτώ μήνες ή δύο-τρία χρόνια. Μία φορά στη ζωή μου το έκανα, με τον Λαζάνη, “Βασιλιά Λιρ”, όταν πρωτοβγήκα στο Θέατρο Τέχνης, κι ακόμα το θυμάμαι. Μετά με τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζή) στο “Καθαροί πια” κάναμε πρόβες οκτώ μήνες, παίξαμε για έναν μήνα και μετά παίξαμε μία ολόκληρη σεζόν -πήγα να πεθάνω. Ήταν βέβαια και η συνθήκη του έργου. Πάντα μου άρεσε να κάνω παραστάσεις σε συγκεκριμένες συνθήκες, για δυο-τρεις μήνες το πολύ, όπως στο Αμόρε. Παραστάσεις που ήταν και λίγο δύσκολες, και λίγο δύσκολα έργα, περίεργες, απαιτητικές. Με σκηνοθέτες που μου ζητούσαν πάντα υψηλό βαθμό προσωπικής εμπλοκής, που δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί μετά από μήνες. Δεν είναι δυνατόν να το κάνεις αυτό για 150 παραστάσεις. Κάπου θα πέσεις πιο κάτω, θα το κάνεις τεχνικά. Η επανάληψη είναι ο θάνατος. Πρόσφατα έβλεπα μια συνέντευξη του Χορν που έλεγε το ίδιο».
Το κάνατε όμως;
«Φυσικά. Για να ζήσω. Θυμάμαι, ανέβαινε μια παράσταση και την επομένη ξεκινούσα πρόβες για την επόμενη παράσταση. Υπολόγισα ότι στα 25 χρόνια που είμαι στο θέατρο έχω κάνει πάνω από 70 διαφορετικές παραστάσεις. Υπήρχαν χρονιές που έκανα τέσσερις διαφορετικές πρεμιέρες. Κάπου κουράστηκα. Κι αποφάσισα, επειδή έχω και παιδιά που μεγαλώνουν, ότι θα ’θελα να τα ζήσω, οπότε, όσο μπορώ, θα κάνω μία παράσταση κάθε σεζόν».
Το κερδίσατε όμως…
«Ναι. Είναι μια πολυτέλεια που κερδίζεται, που κατακτιέται. Δεν μου τη χάρισε κανένας. Μετά την “Εντα Γκάμπλερ” δεν θα δουλέψω ούτε το καλοκαίρι. Εκτός αν μου συμβεί καμιά ταινία. Γιατί είναι κάτι άλλο. Οι ταινίες μού αρέσουν πολύ γιατί δεν υπάρχει επανάληψη. Υπάρχει απεναντίας η τεράστια αδρεναλίνη του να έχεις μια σκηνή που ξέρεις ότι δεν θα την ξανακάνεις ποτέ. Οπότε σε πιάνει μια φοβερή ορμή – αν και πάντα λες ότι “θα μπορούσα καλύτερα”. Αλλά δεν υπάρχει αυτός ο θάνατος της επανάληψης. Τώρα είμαι σε μια κατάσταση που μου έχει ξυπνήσει πάλι κάτι για το θέατρο. Προσπαθώ να βρω κάτι που να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον κι εύχομαι να μη μου τελειώσει. Ταυτόχρονα βλέπω τον εαυτό μου να βαριέται ή να κουράζεται – δεν τον πιέζω. Το βάζω κι αυτό μέσα, γιατί θέλω από περιέργεια να δω αν είναι υλικό για να το χρησιμοποιήσω. Θέλω να καταλάβω με ποιους όρους μπορεί το θέατρο να γίνει γεγονός, όχι μια απλή δουλειά…».
Συμπέρασμα;
«Το θέατρο έχει μεγάλη απογοήτευση εννέα στις δέκα φορές γιατί έχει μεγάλη προσδοκία. Κι έχει μεγάλη προσδοκία γιατί είναι ζωντανό, μοναδικό. Τη μία στις 100 φορές που θα συμβεί πραγματικά είναι συγκλονιστικό, πραγματικά συγκλονιστικό, και θες να το ξαναζήσεις».