Η ιστορία της ανθρωπότητας έχει αποδείξει ότι ιδεολογία και πρακτική δοκιμάζονται σε περιόδους κρίσης, ακόμη κι όταν αυτή είναι η πιο ακραία εκδοχή της όπως ο πόλεμος. Η δοκιμασία, μάλιστα, αφορά σε όλα τα επίπεδα, από αυτό των ηγετών έως αυτό του απλού πολίτη που παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα. Μια κατάσταση που δείχνει σε ποιο βαθμό μπορούμε να σταχυολογήσουμε τα πράγματα από τη μια πλευρά και πόσο γρήγορα αντανακλαστικά θα επιδείξουμε από την άλλη. Δεξιότητες που δεν είναι αυτονόητο ότι τις κατέχουν όλοι με τον ίδιο επωφελή τρόπο για το συμφέρον της κοινωνίας, της οικονομίας και της χώρας γενικότερα.
Σε αυτό το πλαίσιο, από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, γινόμαστε μάρτυρες μιας πλειοδοσίας κι μιας κούρσας ταχύτητας στην εκφορά απόψεων και την ανάληψη πρωτοβουλιών που μπορεί να καταστούν επιζήμιες στο μέλλον. Ξεκινώντας από την επίσημη στάση της Ελλάδας, που αφού αυτονόητα και δίκαια καταδίκασε την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έστειλε -πλειοδοτώντας πρώτη σε σχέση με τους συμμάχους μας- εκτός από την οφειλόμενη για ηθικούς και πολιτικούς λόγους υγειονομική βοήθεια και στρατιωτικό υλικό. Μια κίνηση που όσο κι αν προσπαθούμε να την ερμηνεύσουμε με όρους μακροπρόθεσμης πολιτικής δεν εξηγείται, αφού ορθά καταδικάσαμε τον πόλεμο, γιατί έπρεπε να προχωρήσουμε σε μια τέτοιου είδους πρόωρη εμπλοκή.
Ένα δεύτερο πεδίο είναι ο δικός μας χώρος, αυτός της δημοσιογραφίας. «Ενσωματωμένοι» σε «δορυφορικά συστήματα» συστήματα δημοσιογράφοι προπαγανδίζουν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς με σκαιό τρόπο, που αγγίζει τα όρια του χυδαίου. Γραφίδες ή στόματα που αφορίζουν όποιον βαφτίζουν αντίπαλο, θολώνοντας ακόμη περισσότερο την πραγματική εικόνα, αφού πολλοί από αυτούς είναι και opinion leaders ή influencers, για να χρησιμοποιήσουμε τους δόκιμους διεθνώς όρους. Αυτή η δογματική διαστρέβλωση της πραγματικότητας έχει ως μοναδικό θύμα την αλήθεια, από αυτούς που επαγγελματικά οφείλουν να είναι οι θεράποντές της. Είναι όλοι όσοι που μόλις αυτή η τραγωδία τελειώσει θα διαπιστώσουν με κυνικό τρόπο ότι «τα ‘χει αυτά ο πόλεμος».
Τρίτο πεδίο είναι οι ειδικοί, διεθνολόγοι και στρατιωτικοί. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αν μας ζητούσαν να πούμε ποιος τα πάει καλύτερα θα λέγαμε παραδόξως οι δεύτεροι. Δεν θα υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικοί Έλληνες διεθνολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες που βλέπουμε στους δέκτες μας και διαβάζουμε αυτές τις μέρες. Ωστόσο, ένα μεγάλο μ συναδέλφων τους επιδίδονται σε «καφενειακές» αναλύσεις ανάλογα με τη σχολή ερμηνείας που υπηρετούν και το γεωπολιτικό σύστημα που θα προτιμούσαν. Όσον αφορά στους στρατιωτικούς, όντως έχουμε εκπλαγεί ευχάριστα με κάποιους που έχουν συνείδηση τι σημαίνει πόλεμος και μας βοηθούν να καταλάβουμε τι γίνεται στο επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά υπάρχουν και οι άλλοι που ξεκινούν από τα όρια του γραφικού έως αυτά του επικίνδυνου.
Τέλος, παρόλο που πολλές φορές είναι απόντες, δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες. Άνθρωποι που περιμένεις, από τους πρώτους να είναι ταγοί υπέρ της ειρήνης και του αναστοχασμού πάνω στο γίγνεσθαι και το όραμα για ένα κοινό μέλλον και από τους δεύτερους να στέλνουν μέσα από την τέχνη τους και τη θέση που κατέχουν, μηνύματα ενότητας, όπως μόνο η τέχνη μπορεί να τα εκφράσει. Για μια ακόμη φορά, κυρίως οι άνθρωποι της διανόησης, δείχνουν ότι παρασύρονται από την απολυτότητας της δικής τους θέασης, ευτυχώς πάντα με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις που αντιλαμβάνονται την ιστορικότητα των στιγμών και την ένταξή της στη μακρά διάρκεια που εμπεριέχει τόσο το πριν όσο και το μετά αυτού του άδικου και φονικού πολέμου…