Το «όχι» σημαίνει δεν συναινώ, δεν θέλω. Αποτελεί το κύριο μόριο αρνητικής απάντησης στην ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιείται από όλους όσοι θέλουν να δηλώσουν την αντίθεσή τους σε κάτι ή την απροθυμία τους να συμμετάσχουν σε μια πράξη. Το σύντομο αυτό μάθημα γραμματικής θα ήταν εντελώς αχρείαστο για τους περισσότερους αν η απουσία συναίνεσης δεν αποτελούσε εγκληματικό «αγκάθι» του ελληνικού ποινικού κώδικα στα άρθρα περί βιασμού μέχρι και πριν μερικές μέρες.
Και αυτό γιατί η ελληνική νομοθεσία όριζε τον βιασμό με βάση τη χρήση βίας ή την απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου και όχι με βάση την έλλειψη συναίνεσης.
Μάλιστα, το άρθρο αυτό θα εξακολουθούσε να αποτελεί νόμο του κράτους εάν δεν είχε υπάρξει μία εντυπωσιακή κινητοποίηση από πλευράς γυναικείων, φεμινιστικών και ανθρωπιστικών οργανώσεων αλλά και μιαδιαδικτυακή «θύελλα» αντιδράσεων από πλευράς των πολιτών, που προκάλεσαν πολιτική αναταραχή στη Βουλή.
Η άμεση αυτή αντίδραση και η ομόθυμη καταδίκη οδήγησε το υπουργείο Δικαιοσύνης να καταθέσει σχετική τροπολογία στη Βουλή -κυριολεκτικά στο πάρα… πέντε- και πλέον το«όχι» σημαίνει «όχι» και στη «νομική γλώσσα».
«Είναι μια ιστορική νίκη αυτό που τελικώς αποτυπώθηκε στο νόμο. Έστω και την τελευταία στιγμή και με τον τρόπο που έγινε. Είναι μια ιστορική νίκη του γυναικείου κινήματος και του κινήματος δικαιωμάτων, που παλεύει εδώ και πολλά χρόνια. Είναι πολύ σημαντικό για την καθημερινότητα και την πραγματικότητα των γυναικών αλλά και την αλλαγή των στάσεων και των συμπεριφορών στην κοινωνία μας» λέει στο CNN Greece η κ. Ειρήνη Γαϊτάνου, υπεύθυνη εκστρατειών του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, το οποίο ξεκίνησε προ μηνών καμπάνια για την αλλαγή του ορισμού του βιασμού στη χώρα μας.
Προχειρότητα
«Είναι χαρακτηριστικό ότι στις επίσημες συναντήσεις που κάναμε με το υπουργείο και τις γενικές γραμματείες συμμετείχαν εκπρόσωποι και γυναικείων οργανώσεων και αρμόδιων φορέων και από όλες τις πλευρές ετίθετο με πολύ καθαρό τρόπο η ανάγκη να ενσωματωθεί ένας τέτοιος ορισμός (σ.σ. για τον βιασμό)» εξηγεί η κ. Γαϊτάνου, και συνεχίζει:
Και για αυτό μας έκανε και αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι εντέλει το υπουργείο αποφάσισε να καταθέσει μια πρόταση που όχι μόνο δεν ελάμβανε υπόψη αυτό που καθολικά ετίθετο ως ανάγκη από τη δημόσια διαβούλευση αλλά στην πραγματικότητα έκανε και κάποια βήματα πίσω, περιορίζοντας, αρχικά, τον ορισμό του βιασμού –κυρίως δηλαδή τον ορισμό της απειλής. Και μας έκανε αλγεινή εντύπωση και ότι ανακοινώθηκε πως ελήφθη υπόψη η δημόσια διαβούλευση ενώ ήταν προφανές ότι δεν ενσωμάτωνε καθόλου όλα τα ζητήματα που είχαν μπει από αυτή.
Η υπεύθυνη εκστρατειών του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας κάνει λόγο, επίσης, γιαπροχειρότητα στη διατύπωση των άρθρων.
«Υπάρχει μια προχειρότητα, ο υπουργός αποφάσισε τελευταία στιγμή να συμπεριλάβει τη συγκεκριμένη διατύπωση. Θα μπορούσε να είχε γίνει καλύτερα αλλά, σε κάθε περίπτωση, έγινε. Τώρα αυτό που χρειάζεται οπωσδήποτε να γίνει τώρα -και αυτό γιατί ένας νόμος δεν αλλάζει τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη– είναι να παραχθούν συγκεκριμένες οδηγίες προς το δικαστικό σώμα…» αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Γαϊτάνου.
Τα στατιστικά της ντροπής
Η εκστρατεία της Διεθνούς Αμνηστίας δεν είχε μόνο… ελληνικό άρωμα αλλά αποτελούσε μια πανευρωπαϊκή προσπάθεια.
«Εμείς ξεκινήσαμε μια εκστρατεία από τον Ιανουάριο, πριν ανακοινωθεί η αναθεώρηση του ποινικού κώδικα, ζητώντας ακριβώς να ενσωματωθεί αυτή η αλλαγή» εξηγεί η κ. Γαϊτάνου, και συμπληρώνει:
Η συζήτηση αυτή, αν και υπάρχει σαν αίτημα από το γυναικείο κίνημα εδώ και πολλά χρόνια, ξεκίνησε πιο συγκεκριμένα πέρσι μετά από την κύρωση από τη χώρα μας ως νόμου του κράτους της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης –κάτι που έγινε τον Μάρτη του 2018. Η σύμβαση της Κωνσταντινούπολης ήταν φυσικά ένα πολύ θετικό βήμα, καθώς προβλέπει πολύ συγκεκριμένα μέτρα για τη βία κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία. Ήταν ένα πολύ θετικό βήμα, προέβλεπε όμως και την ανάγκη να ορίζεται ο βιασμός με βάση την απουσία συναίνεσης. Αυτό ήταν και το μοναδικό στοιχείο που δεν ενσωματώθηκε στο νόμο πέρσι και τότε η συζήτηση που έγινε και από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν πως είναι ένα θέμα που αφορά στον ποινικό κώδικα και συνεπώς θα ενταχθεί στην αναθεώρηση του ποινικού κώδικα.
Η καμπάνια συνοδευόταν και από μια εκτεταμένη έρευνα για τον αριθμό των σεξουαλικών επιθέσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την κατάσταση που επικρατεί στα κράτη-μέλη αλλά και τα ισχύοντα νομοθετικά πλαίσια. Οι αριθμοί είναι πραγματικά αποκαρδιωτικοί… Η έκθεση αποκαλύπτει πως μια στις 20 γυναίκες άνω των 15 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βιαστεί -κάτι που σημαίνει πως εννέα εκατομμύρια γυναίκες έχουν βιώσει αυτόν τον εφιάλτη.
Και τα στατιστικά αυτά είναι, απλώς, η «κορυφή του παγόβουνου»
«Δυστυχώς έρχονται πολύ συχνά στη δημοσιότητα περιστατικά βίας, βιασμών ακόμη και δολοφονιών γυναικών, όπως αυτά που έχουμε δει τους τελευταίους μήνες» λέει η κ. Γαϊτάνου, και συνεχίζει: «Στην Ελλάδα το θέμα είναι επίσης σοβαρό και τα στατιστικά είναι συγκλονιστικά. Είναι γεγονός –και το γνωρίζουν και οι επίσημοι φορείς- πως δεν υπάρχουν φερέγγυα στατιστικά στοιχεία, κάτι που οφείλεται αφενός στο ότι δεν υπάρχει ένας επίσημος φορέας καταγραφής που να είναι γνωστός στις γυναίκες και αφετέρου στο ότι στους προηγούμενους νόμους η ατιμωρησία για το έγκλημα του βιασμού ήταν πολύ μεγάλη. Και αυτό σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον ορισμό του βιασμού. Γιατί εάν στο βαθμό που οριζόταν με βάση τη χρήση βίας ή μεγάλου και σπουδαίου κινδύνου, όπως έλεγε ο ποινικός κώδικας μέχρι τώρα, αυτός στην πραγματικότητα είναι ένας πολύ περιοριστικός ορισμός, που αφήνει εκτός πολλές περιπτώσεις βιασμών».
Ωστόσο, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος για τον οποίο τα ελληνικά στατιστικά είναι ανεπαρκή -ο σεξισμός που εμφανίζεται στην κοινωνία.
«Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι πολλές φορές ένα θύμα που πηγαίνει να καταγγείλει ένα βιασμό καλείται αυτόματα να αναλάβει κομμάτι της ευθύνης και να απολογηθεί. Ξέρουμε πολύ καλά ότι μετά από μια καταγγελία βιασμού, πολλές φορές, ακολουθεί μια συζήτηση του τύπου “εσύ τι έκανες, πώς προκάλεσες, τι φορούσες”» λέει η κ. Γαϊτάνου, εξηγώντας πως πολλές φορές το θύμα αισθάνεται πως δέχεται εκ νέου μια επίθεση, την ώρα, μάλιστα, που πρέπει να περάσει μια πολύ δύσκολη διαδικασία για να αποδείξει ότι έχει όντως βιαστεί.
Τα επόμενα βήματα
Και ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα για την αντιμετώπιση των σεξουαλικών επιθέσεων;
1. Η εφαρμογή του νόμου.
2. Ευρύτερες πρωτοβουλίες για τη σεξουαλική βία, όπως για παράδειγμα την εκπαίδευση των φορέων που ασχολούνται με αυτές τις καταγγελίες.
3. Οδηγίες προς το δικαστικό σώμα.
4. Κεντρικός φορέας καταγραφής περιστατικών και καταγγελιών.
5. Κοινωνική σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ιδιαίτερα στους νέους.
Ελένη Βέργου-Cnn Greece