Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του εκλεγμένου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τον διορισμό του απόστρατου στρατηγού Κιθ Κέλογκ ως ειδικού απεσταλμένου για τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, η Ρωσία εξαπέλυσε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση με πυραύλους κατά της Ουκρανίας, στοχεύοντας ενεργειακές υποδομές.
Η ανακοίνωση για τον διορισμό του Κέλογκ προκάλεσε ανάμικτες αντιδράσεις στην Ουκρανία. Παρόλο που ορισμένοι Ουκρανοί εξέφρασαν συγκρατημένη αισιοδοξία, επικαλούμενοι τις προηγούμενες υποστηρικτικές δηλώσεις του Κέλογκ για την άμυνα της Ουκρανίας, άλλοι ανησύχησαν για προηγούμενες «μη παραγωγικές» προτάσεις του. Αυτές περιλάμβαναν την υποστήριξη μιας κατάπαυσης του πυρός που θα απαιτούσε από την Ουκρανία να παραιτηθεί από την ένταξη στο ΝΑΤΟ και να σταματήσει τις στρατιωτικές προσπάθειες για ανάκτηση των κατεχόμενων εδαφών. Οι επικριτές του Κέλογκ υποστηρίζουν ότι τέτοιες παραχωρήσεις θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τη ρωσική επιθετικότητα και να αποσταθεροποιήσουν τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια της Ουκρανίας.
Για τον Τραμπ πάντως ο διορισμός του Kέλογκ σηματοδοτεί μια στρατηγική εστίαση στη διπλωματία της ισχύος, καθώς η κυβέρνηση του θα επιδιώξει να αντιμετωπίσει μια από τις πιο κρίσιμες διεθνείς προκλήσεις.
Ο ρόλος του ειδικού απεσταλμένου
Ως ειδικός απεσταλμένος για την Ουκρανία και τη Ρωσία, ο Kέλογκ αναμένεται να λειτουργεί ως ο κύριος εκπρόσωπος των ΗΠΑ στις διπλωματικές προσπάθειες για τη μείωση των εντάσεων και την προώθηση της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή. Οι ευθύνες του πιθανότατα θα περιλαμβάνουν τον συντονισμό με διεθνείς εταίρους, τη διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και τη διασφάλιση ότι οι στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ θα τηρηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, όταν αυτή τελικά εκκινήσει.
Το κλίμα στις ΗΠΑ πάντως είναι ανάμεικτο. Ενώ το τηλεοπτικό δίκτυο Fox News και άλλα φιλορεπουμπλικανικά μέσα πλέκουν το εγκώμιο του απόστρατου Αντιστρατήγου, οι New York Times και το CNN φαίνεται να τηρούν στάση αναμονής.
Σε κάθε περίπτωση, η Wall Street Journal, εφημερίδα που δεν έλαβε θέση κατά την προεκλογική περίοδο, επισημαίνει ότι «ο διορισμός του Kέλογκ ευθυγραμμίζεται με την προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ να τερματίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία μέχρι την ημέρα της ορκωμοσίας του». Η έγκριτη εφημερίδα αναφέρει «ότι ο Τραμπ εξετάζει προτάσεις από τους συμβούλους του, συμπεριλαμβανομένου του Kέλογκ, οι οποίες προτείνουν μια σημαντική απομάκρυνση από την προηγούμενη στρατηγική συνεχούς στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας».
Μια τέτοια πρόταση σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα θα περιλάμβανε τη δέσμευση της Ουκρανίας για 20ετή αποχή από την ένταξη στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα τη συνέχιση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Άλλη πρόταση θα ήταν η δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης 800 μιλίων, η οποία θα παρακολουθείται ενδεχομένως από ευρωπαϊκές δυνάμεις, χωρίς συμμετοχή αμερικανικών στρατευμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, οι προτάσεις αυτές -εφόσον φυσικά εν τέλει επιβεβαιωθούν- καταδεικνύουν μια τάση προς τη διαπραγμάτευση και την ειρήνευση, αντί για μια παράταση της στρατιωτικής εμπλοκής.
Από πλευράς της, η Washington Post -που επίσης δεν είχε λάβει θέση κατά την προεκλογική περίοδο- αναφέρει ότι ο Kέλογκ «υποστηρίζει τη διαπραγμάτευση για τον τερματισμό του πολέμου. Η εφημερίδα τονίζει ότι ο ρόλος του Kέλογκ θα είναι κεντρικός στις προσπάθειες της νέας διοίκησης για επίλυση της σύγκρουσης, αντικατοπτρίζοντας μια προτίμηση για διπλωματικές, αντί για στρατιωτικές, λύσεις».
Πάντως, ενώ η εμπειρία και οι ικανότητες του Kέλογκ είναι αδιαμφισβήτητες, ο ρόλος του ειδικού απεσταλμένου συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις. Η διαχείριση των προσδοκιών των συμμάχων των ΗΠΑ, η διασφάλιση της ευθυγράμμισης με το ΝΑΤΟ και η αντιμετώπιση των ανησυχιών της στρατιωτικής και διπλωματικής γραφειοκρατίας των ΗΠΑ είναι μερικά μόνο από τα εμπόδια που ο νέος ειδικός απεσταλμένος θα αντιμετωπίσει. Ωστόσο, δε θα πρέπει κανείς να αγνοήσει και τις ευκαιρίες.
Η φήμη του Kέλογκ ως καταρτισμένου στρατιωτικού, γνώστη των ισορροπιών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και έμπιστου συμβούλου θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανανέωση της εικόνας Τραμπ στην Ευρώπη, αλλά και σε μια «φρέσκια» προσέγγιση στο ουκρανικό, το οποίο σε λίγο κλείνει τρία χρόνια.
Στο εσωτερικό της Ουκρανίας πάντως, αυξάνονται οι πιέσεις. Αμερικανοί αξιωματούχοι πρότειναν τη μείωση της ηλικίας στράτευσης για να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνδρες για τον πόλεμο, μια πρόταση που αντιμετωπίζεται με αντίσταση από τον Ζελένσκι και άλλους. Οι επικριτές των ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι η στράτευση νεότερων ανδρών μπορεί να προκαλέσει δημογραφική κρίση, καθώς η Ουκρανία ήδη χάνει πολλούς από τους καλύτερους και πιο αφοσιωμένους πολίτες της. Παράλληλα, καθυστερήσεις στην παράδοση αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού εμποδίζουν την ικανότητα της Ουκρανίας να εξοπλίσει τις υπάρχουσες δυνάμεις της.
Ο Τραμπ έως τώρα δεν έχει παρουσιάσει ακόμη λεπτομερές σχέδιο για τον τερματισμό της σύγκρουσης, γεγονός που έχει δημιουργήσει ανησυχίες στους Ουκρανούς αξιωματούχους σχετικά με πιθανές υποχωρήσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την κυριαρχία τους. Ωστόσο, ορισμένοι Ουκρανοί θεωρούν ότι η απρόβλεπτη προσέγγιση του Τραμπ και η διάθεσή του να αποκλίνει από την προσεκτική στρατηγική του Μπάιντεν μπορεί να είναι δυνητικά επωφελής.
Ποιος είναι ο Κιθ Κέλογκ
Με περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες υπηρεσίας στον αμερικανικό στρατό, ο Αντιστράτηγος Kέλογκ έχει συμμετάσχει στους πολέμους του Βιετνάμ και του Ιράκ, και έχει παρασημοφορηθεί περισσότερες από μια φορές (Silver Star, Bronze Star και Air Medal, μεταξύ άλλων). Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας, ο Kέλογκ υπηρέτησε, τόσο σε επιχειρησιακές θέσεις, όσο και στον στρατηγικό σχεδιασμό.
Κατείχε ηγετικές θέσεις σε μονάδες υψηλού κύρους, όπως η 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και η 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Υπηρέτησε ως Διευθυντής Εντολών, Επικοινωνιών, Υπολογιστών και Ελέγχου (C4) για τις αμερικανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου, όπου διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Μετά την αφυπηρέτησή του, ο Kέλογκ μεταπήδησε στον ιδιωτικό τομέα. Κατείχε υψηλές θέσεις σε εταιρείες που σχετίζονται με την άμυνα, συμβάλλοντας στις τεχνολογικές εξελίξεις στην εθνική ασφάλεια. Αυτοί οι ρόλοι διεύρυναν την εμπειρία του στη γεφύρωση των αναγκών της κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα, κάτι που θεωρείται εδώ ότι θα αποδειχθεί πολύτιμο στη νέα του διπλωματική αποστολή.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, υπηρέτησε ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του τότε Αντιπροέδρου Μάικ Πενς, αλλά και ως ανώτερο στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Από αυτές τις θέσεις, ασχολήθηκε κυρίως με την στρατιωτική στρατηγική, αλλά και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενώ συχνά λειτούργησε ως σύνδεσμος μεταξύ Λευκού Οίκου και Υπουργείου Άμυνας.