Η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι αδιαμφισβήτητη τη σημερινή εποχή. Με ένα απλό κλικ σε κάποιο πληκτρολόγιο ή σε ένα κινητό τηλέφωνο ο κάθε χρήστης των κοινωνικών μέσων έχει τη δυνατότητα να σχολιάσει, να αλληλοεπιδράσει και να συμμετέχει σε διάφορες διαδικασίες που προσφέρονται δωρεάν στο διαδίκτυο.
Όλες αυτές οι επιλογές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ελευθερίες», με σκοπό την έκφραση απόψεων, την παραγωγή νέων ιδεών και περιεχόμενου και φυσικά, τη δημιουργία κοινότητας μεταξύ των χρηστών.
Μάλιστα η τελευταία, αποτελεί σχεδόν προϋπόθεση για την επιτυχία ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης ή ενός λογαριασμού σε κάποιο από τα μέσα αυτά. Αν δεν ίσχυε αυτό εξάλλου, οι followers (ακόλουθοι) δε θα αποτελούσαν αριθμητική απόδειξη για τη δημοφιλία ή την επιδραστικότητα ενός μέσου και ενός λογαριασμού.
Παράλληλα, οι χρήστες οι οποίοι τάσσονται μαζικά υπέρ μιας άποψης ή μιας ιδέας, είναι ικανοί να δημιουργήσουν ολόκληρα κινήματα, ασκώντας πιέσεις σε υπευθύνους για αλλαγές, αλλά και για σωστότερη απόδοση της δικαιοσύνης. Στην ουσία, δημιουργούν παγκόσμιες διαδηλώσεις οι οποίες γίνονται διαδικτυακά, με τεράστια συμμετοχή και ως αποτέλεσμα τεράστια δύναμη!
Τι γίνεται όμως όταν η συσπείρωση των χρηστών χρησιμοποιείται με σκοπό να αποδώσουν οι ίδιοι τη δικαιοσύνη; Τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την «cancel culture» ή αλλιώς για τη «κουλτούρα της ακύρωσης», μια τακτική η οποία ολοένα και ανθίζει τα τελευταία χρόνια.
Ήδη στην Ελλάδα το 2021 υπήρξαν πολλά παραδείγματα «ακύρωσης» ατόμων, γνωστών και μη. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι λόγοι οι οποίοι «όπλισαν» τα χέρια των χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσαν να θεωρηθούν δικαιολογημένοι. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που ίσως να μην άξιζαν αυτήν την κατακραυγή. Τουλάχιστον όχι στο βαθμό που συνέβη.
Κάπως έτσι, ο κόσμος καταλήγει να παθιάζεται το ίδιο έντονα για θέματα που δεν έχουν την ίδια σημασία, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις, να γίνονται cancelled άτομα που δεν το αξίζουν πραγματικά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει πολλές περιπτώσεις που η «κουλτούρα της ακύρωσης» έχει λειτουργήσει ευεργετικά, «ξεσκεπάζοντας» πρόσωπα και καταστάσεις που έπρεπε με κάποιο τρόπο να σταματήσουν να υπάρχουν.
Το βασικό πρόβλημα όμως με την «cancel culture» είναι ότι ξεκινά και εξελίσσεται κλιμακωτά. Αρκεί ένας χρήστης να κοινοποιήσει/ σχολιάσει το επίμαχο hashtag και τότε είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι. Φυσικά, τα θύματα του συγκεκριμένου φαινομένου δυσκολεύονται πολύ να εξιλεωθούν μετέπειτα, αφού είναι σχεδόν ακατόρθωτο να τους φύγει η «ρετσινιά» που απέκτησαν μετά από τη λάθος/ άστοχη πράξη ή συμπεριφορά τους.
Το πιο σημαντικό πράγμα όμως, το οποίο θα πρέπει να αναλογιζόμαστε σαν χρήστες ή/και ως εν δυνάμει συμμετέχοντες/-ουσες σε αντίστοιχες ενέργειες, είναι η λεπτή «γραμμή» μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και μαζικού εκφοβισμού. Δε μπορεί δηλαδή κάποιος να κατηγορεί κάποιον άλλον για bullying, ασκώντας του και ο ίδιος bullying. Είναι αντιφατικό. Αντιθέτως, θα πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι για να μειωθεί η επιρροή ενός ατόμου που έχει προβεί σε κατακριτέες πράξεις.
Καταλήγοντας, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της «cancel culture» τη σημερινή εποχή είναι ότι ουσιαστικά αποτρέπει τον διάλογο. Η ελευθερία του λόγου και η διαδικτυακή οργή αποτελούν δύο διαφορετικές συνθήκες. Ιδανικά, οι δυνατότητες που παρέχονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με σωστότερους τρόπους και για σωστότερους λόγους.