Ο Μπετόβεν είχε χαμηλή γενετική προδιάθεση όσον αφορά τον συγχρονισμό του ρυθμού, μια ικανότητα που συνδέεται στενά με τη μουσικότητα. Αυτό έδειξε ανάλυση του DNA που πραγματοποίησε μια διεθνής ομάδα ερευνητών, μεταξύ των οποίων το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Αισθητική Εμπειρική (MPIEA) στη Γερμανία και το Ινστιτούτο Ψυχογλωσσολογίας (MPI-PL) στην Ολλανδία.
Η ομάδα ανέλυσε αλληλουχίες DNA που ήταν διαθέσιμες από προηγούμενη μελέτη. Οι ερευνητές εκείνης της μελέτης κατέγραψαν την αλληλουχία του γονιδιώματος του Μπετόβεν χρησιμοποιώντας αυθεντικές τούφες από τα μαλλιά του.
«Υπολογίσαμε ένα λεγόμενο ‘πολυγονιδιακό σκορ’, έναν δείκτη για τη γενετική προδιάθεση ενός ατόμου για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή μια συμπεριφορά και εστιάσαμε στην ικανότητα συγχρονισμού του ρυθμού, η οποία συνδέεται στενά με τη μουσικότητα», εξηγεί η επικεφαλής συγγραφέας Λώρα Βέσελντικ του MPIEA.
Η ανάλυση έδειξε ότι ηπολυγονιδιακή βαθμολογία του Μπετόβεν δεν ήταν τόσο υψηλή ώστε να δικαιολογεί το χάρισμά του στη μουσική.
«Πριν από την εκτέλεση οποιασδήποτε ανάλυσης, προεγγράψαμε τη μελέτη και τονίσαμε ότι δεν είχαμε καμία προηγούμενη προσδοκία σχετικά με το ποια θα ήταν η βαθμολογία του Μπετόβεν. Αντίθετα, στόχος μας ήταν να την χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα των προκλήσεων που προκύπτουν από την πραγματοποίηση γενετικών προβλέψεων για ένα άτομο που έζησε πριν από 200 χρόνια» πρόσθεσε.
«Προφανώς, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε από τη χαμηλή πολυγονιδιακή βαθμολογία του Μπετόβεν ότι οι μουσικές του ικανότητες δεν ήταν εξαιρετικές. Πιστεύουμε ότι η μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ αυτής της πρόβλεψης που βασίζεται στο DNA και της μουσικής ιδιοφυΐας του Μπετόβεν αποτελεί ένα πολύτιμο δίδαγμα» τονίζει ο επικεφαλής συν-συγγραφέας Σάιμον Φίσερ.
«Δείχνει, για παράδειγμα, ότι θα πρέπει να είστε επιφυλακτικοί αν κάποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα γενετικό τεστ για να καθορίσει αξιόπιστα αν το παιδί σας θα είναι μουσικά προικισμένο -ή ιδιαίτερα ταλαντούχο σε κάποιον άλλο τομέα συμπεριφοράς» σημείωσε.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η εργασία τους δεν αποκλείει ότι το DNA συμβάλλει στις μουσικές δεξιότητες των ανθρώπων – προηγούμενες μελέτες διαπίστωσαν ποσοστό κληρονομικότητας 42% όσον αφορά τη μουσικότητα. Η διερεύνηση της φύσης των γενετικών συνεισφορών σε μεγάλα δείγματα ανθρώπων μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για το πώς και γιατί οι μουσικές μας ικανότητες και συμπεριφορές μπορεί να διαφέρουν, καθώς και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις σχέσεις μεταξύ της μουσικότητας και άλλων χαρακτηριστικών, όπως η ψυχική υγεία. Ωστόσο, η χρήση δεδομένων DNA για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς ενός ατόμου παραμένει ανακριβής.
Αν και η πρόβλεψη πολυγονιδιακής βαθμολογίας αναμένεται να γίνει πιο ακριβής στο μέλλον, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα σύνθετα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών δεξιοτήτων, δεν καθορίζονται αποκλειστικά από τα γονίδια ή το περιβάλλον, αλλά διαμορφώνονται από τη σύνθετη αλληλεπίδρασή τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό «Current Biology».