Επειδή το πολύ το πολιτικό Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο… χρονογράφος, σήμερα θα πούμε ένα κρητικό παραμύθι.
Ήταν, λοιπόν, κάποτε ένας βοσκός που δεν είχε φάει ποτές του ξυλιές και ήτανε περίεργος να μάθει πώς είναι να σου τις βρέχουνε.
Κι όταν εζήτηξε από τον ορτάκη του στ’ αόρι να του παίξει μερικές, εκείνος του αποκρίθηκε πως δε θα κάμει ποτέ τέτοιο πράμα. Κι άμα θέλει στ’ αλήθεια να δει πώς είναι να τρως ξυλιές, να κατεβεί στον κάμπο, να πάει στα χωράφια του βασιλιά και να φωνάξει «πάσπαρος και άνεμος στου βασιλιά τ’ αλώνι»!
Σηκώνεται, το λοιπόν, ο βοσκός μας , πάει στο υποστατικό του βασιλιά και φωνάζει: «πάσπαρος και άνεμος στου βασιλιά τ’ αλώνι!».
Τόνε βουτούνε οι επιστάτες του βασιλιά και τόνε καταχερίζουνε.
«Και ίντα έπρεπε μπρε να σάσε πω;», ρωτά ο ακάτεχος βοσκός.
«Να μάσε πεις: χίλια μουζούρια, πολλά τα έτη σας!», του λένε εκείνοι.
Σηκώνεται και φεύγει και πιο κάτω θωρεί έναν κι εξεψειρίζουντανε. Του σιμώνει και του λέει: «χίλια μουζούρια, πολλά τα έτη σας!»
Τόνε βουτά ο ψειριασμένος και τόνε κάνει μαύρο.
«Και ίντα έπρεπε να σου πω;»
«Να μου πεις: σήμερο μια, αύριο κιαμιά!»
Κάτω κάτω σμίγει έναν κυνηγό, που δεν του ‘χε πάει καλά το κυνήγι και κρατούσε μιαν αμοναχή πέρδικα. Μόλις κουτελώνουνε, του λέει: «σήμερο μια, αύριο κιαμιά!»
Αγρίεψε ο κυνηγός, πάρε κι ετούτηνέ, πάρε κι εκείνηνέ.
«Κι ίντα έπρεπε μπρε κουμπάρε να σου πω;»
«Να μου πεις: πέντε πέντε την ημέρα, κι εκατό την εβδομάδα!»
Τι ήτανε να μπει στο επόμενο χωριό και πέφτει πάνω σε μιακηδεία. Σιμώνει να χαιρετήξει και λέει στσι συγγενείς τ’ αποθαμένου: «πέντε πέντε την ημέρα, κι εκατό την εβδομάδα!»
Το γροικούνε οι αθρώποι και τόνε πηγαίνουνε καροτσάκι.
«Κι ίντα έπρεπε να σάσε πω;», ρωτά ξανά ο καταχερισμένος.
«Να κουνείς την κεφαλή σου και να λες: ο Θιος να του σχωρέσει!»
Βγαίνει πάλι στη στράτα και στο επόμενο χωριό πέφτε επάνω σ’ ένα γάμο. Πάει στη χαιρετούρα κι εκούνειε την κεφαλή του κι έλεγε: «ο Θιος να του σχωρέσει, ο Θιος να του σχωρέσει…»
Πέφτουνε επάνω του όλοι οι καλεσμένοι και τόνε τουλουμιάζουνε.
«Κι ίντα έπρεπε να πω;»
«Να πεις στο γαμπρό: μετά τούτη να γεράσεις, μετ’ αυτή παιδιά να κάμεις».
Φεύγει και πιο πέρα θωρεί έναν κι έσερνε μια σκρόφα. Του σιμώνει και του λέει: «μετά τούτη να γεράσεις, μετ’ αυτή παιδιά να κάμεις!»
Μανίζει ο άλλος και του παίζει δυο-τρεις.
«Κι ίντα έπρεπε να πω;»
«Να μου πεις: μετά τούτη ν’ αποσκάσεις και να λαδομουστακιάσεις!»
Σηκώνεται και φεύγει και πιο πέρα θωρεί έναν που αποπατούσε και πάει και του λέει: «μετά τούτη ν’ αποσκάσεις και να λαδομουστακιάσεις!»
Παρετά ο άλλος το ζόρε και του τσι βρέχει.
«Κι ίντα, μπρε, έπρεπε να σου πω;»
«Να πεις: πουφ, πώς βρωμεί! Και να φύγεις».
Πέρα πέρα, γροικά καβγά κι ήτανε δυο κι ετσακώνουντανε. Σιμώνει, το λοιπόν, κι αρχίζει: «πουφ, πώς βρωμείτε! Πουφ, πώς βρωμείτε!»
Παρετούνε κι αυτοί το μαλιχουλέ και τόνε κάνουνε τ’ αλατιού.
«Κι ίντα έπρεπε να σάσε πω;»
«Να μην πεις πράμα, μόνο να μπεις στη μέση να μάσε ξεχωρίσεις!»
Σηκώνεται και φεύγει και πιο κάτω παντίχνει δυο σκύλους που ετσακώνουντανε . Μπαίνει ο μπουνταλάς στη μέση να τσι ξεχωρίσει, και τόνε κάνουνε καινούργιο.
Με τα πολλά, εγιάγυρε στ’ αόρι κατεχάρης από ξυλιές.
Κι όποιος ξανοίγει να κάμει τα πράματα με τον τρόπο των άλλων, δεν τσι γλυτώνει τσι ξυλιές. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.