Οι χώρες που χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό άνθρακα στις διαδικασίες παραγωγής προϊόντων δημιουργούν «αθέμιτο» διεθνή ανταγωνισμό. Παράλληλα υπονομεύουν τις προσπάθειες άλλων χωρών να μειώσουν την εκπομπή καυσαερίων. Η μετάβαση μιας χώρας σε καθαρότερες πηγές ενέργειας συνεπάγεται σημαντικό κόστος, ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα, και αυτό το κόστος επιβραδύνει τις αναπτυξιακές προσπάθειες ορισμένων χωρών, ειδικά εκείνων με οικονομίες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ορυκτά καύσιμα. Επίσης ένα επιπλέον μακροπρόθεσμο κόστος θα μπορούσε να εμφανιστεί από την χαμένες ευκαιρίες επενδύσεων, καθόσον θα μπορούσαν τα κεφάλαια να επενδυθούν σε άλλες επιλογές περισσότερο αποδοτικές ή θα μπορούσαν να επενδυθούν σε μεθόδους που μειώνουν την κατανάλωση ενέργειας. Ταυτόχρονα, αυτές οι χώρες είναι συχνά οι πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθιστώντας τη μετάβαση σε παραγωγή ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα κρίσιμη προτεραιότητα τους.
Η μετάβαση σε καθαρότερες πηγές ενέργειας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές και κυρίως σήμερα που το κόστος έχει πενταπλασιαστεί. Οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όπως οι ανεμογεννήτριες, οι ηλιακοί συλλέκτες είναι ακριβές στην κατασκευή. Επιπλέον, χρειάζονται αναβαθμίσεις στο δίκτυο διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας για να εξυπηρετηθούν αυτές οι νέες πηγές ενέργειας καθώς τα περισσότερα δίκτυα έχουν κατασκευαστεί ώστε να μεταφέρουν την ενέργεια από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας στα νοικοκυριά (και όχι αντίστροφα από τα φωτοβολταϊκά των νοικοκυριών στο δίκτυο διανομής).
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι διακοπτόμενες – παράγουν ενέργεια μόνο όταν φυσάει άνεμος ή υπάρχει ηλιοφάνεια. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει προκλήσεις για την ενεργειακή σταθερότητα και απαιτεί επενδύσεις σε λύσεις αποθήκευσης ενέργειας, όπως οι μπαταρίες, οι οποίες μπορούν να αυξήσουν το κόστος. Τα προβλήματα ευστάθειας παρουσιάζονται όταν η παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας ξεπεράσει το 40% του συνολικού ενεργειακού μίγματος μιας χώρας. Πολλές τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας απαιτούν μέταλλα σπάνιων γαιών, η εξόρυξη των οποίων μπορεί να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Οι μέχρι τώρα πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί από τις Δυτικές χώρες και κυρίως από ΗΠΑ και ΕΕ, έχουν οδηγήσει σε υψηλές τιμές ενέργειας τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Οι τιμές είναι τόσο υψηλές που η Ε.Ε. αναγκάστηκε να δαπανήσει πολλά δισεκατομμύρια για να επιδοτήσει τους λογαριασμούς του ρεύματος. Χωρίς φθηνή ενέργεια όμως δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια χωρά αλλά ούτε και μια επιχείρηση. Επιπλέον το κυριότερο από όλα δεν μπορούν να επιβιώσουν τα νοικοκυριά.
Ο άνθρακας, ειδικά σε χώρες με άφθονα αποθέματα, είναι συχνά μια φθηνότερη πηγή ενέργειας σε σύγκριση με τις εναλλακτικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι βιομηχανίες σε αυτές τις χώρες έχουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής λόγω της φθηνής ενέργειας με βάση τον άνθρακα, η οποία μπορεί να κάνει τα προϊόντα τους πολύ φθηνά σε σύγκριση με προϊόντα από χώρες όπου οι παραγωγοί πρέπει να συμμορφώνονται με αυστηρότερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς ή να χρησιμοποιούν ακριβότερες, αλλά καθαρότερες πηγές ενέργειας. Αυτή η διαφορά τιμής κάνει τα προϊόντα από χώρες που εξαρτώνται από τον άνθρακα πιο ελκυστικά στη διεθνή αγορά, κάτι που ερμηνεύεται ως «αθέμιτος ανταγωνισμός». Αυτή η κατάσταση ονομάζεται μερικές φορές “διαρροή άνθρακα” – όταν οι αυστηροί περιβαλλοντικοί κανονισμοί σε μια χώρα οδηγούν σε αύξηση της παραγωγής σε άλλες χώρες με πιο χαλαρούς κανονισμούς, με αποτέλεσμα να διαρρέουν εκπομπές άνθρακα σε αυτές τις χώρες.
Αυτή η ένταση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής ευθύνης αποτελεί μείζονα πρόκληση στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα πλουσιότερα έθνη πρέπει να παρέχουν περισσότερη υποστήριξη στις αναπτυσσόμενες χώρες για να τις βοηθήσουν να απομακρυνθούν από τον άνθρακα και άλλα ορυκτά καύσιμα. Μια τέτοια στήριξη θα μπορούσε να είναι οικονομική, όπως μέσω χρηματοδότησης για το κλίμα, αλλά θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει μεταφορά τεχνολογίας, ανάπτυξη ικανοτήτων και άλλες μορφές βοήθειας. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν θα πρέπει να δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό.
Πολλές ασιατικές χώρες από όπου οι δυο μεγάλες οικονομίες, των ΗΠΑ και της ΕΕ, εισάγουν τα περισσότερα αγαθά τους, συμμετέχουν πολύ ελάχιστα στις προσπάθειες για την προστασία του πλανήτη. Για παράδειγμα η Κίνα, μια άλλη μεγάλη οικονομία, παράγει το 65% της ενέργειας της από τον άνθρακα και εκπέμπει σχεδόν το 1/3 των παγκόσμιων εκπομπών καυσαερίων. Ο άνθρακας της δίνει το πλεονέκτημα να παράγει φθηνά προϊόντα και να κατακλύζει τις αγορές των ΗΠΑ, της ΕΕ και άλλες ανεπτυγμένες αγορές με φθηνά προϊόντα που παράγονται από άνθρακα.
Αυτό έχει ως συνέπεια να συσσωρεύονται ανησυχητικά εμπορικά ελλείμματα. Το εμπορικό έλλειμα της ΕΕ με την Κίνα ήταν $395 δις το 2022 και εκείνο των ΗΠΑ με την Κίνα ήταν $382 δις. Συνολικά, τα τελευταία 10 χρόνια, οι ΗΠΑ και οι ΕΕ έχουν χάσει περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια από το εμπορικό έλλειμμα μόνο με την Κίνα.
Ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί ο «αθέμιτος» ανταγωνισμός και το πρόβλημα της αύξηση της παραγωγής σε άλλες χώρες οι οποίες έχουν πιο χαλαρούς κανονισμούς, με αποτέλεσμα να διαρρέουν εκπομπές άνθρακα σε αυτές τις χώρες, είναι η επιβολή δασμών σε αγαθά που εισάγονται από χώρες που χρησιμοποιούν άνθρακα για παραγωγή.
Οι δασμοί άνθρακα, συχνά σε μορφή των Μηχανισμών Προσαρμογής των Συνόρων (Border Adjustment Mechanisms-BAM), θεωρούνται ως ένα πιθανό εργαλείο για την ισότητα των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών που έχουν εφαρμόσει την τιμολόγηση του άνθρακα (όπως φόρους άνθρακα ή συστήματα ανώτατων ορίων και εμπορίας) και εκείνων που δεν έχουν, καθώς και πρόληψη της «διαρροής άνθρακα» – όπου οι εταιρείες μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες με λιγότερο αυστηρούς περιορισμούς εκπομπών.
Η βασική αρχή πίσω από τους δασμούς άνθρακα είναι ότι θα πρέπει να σχεδιάζονται για να αντικατοπτρίζουν την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα (ή ισοδύναμων αερίων θερμοκηπίου) που εκπέμπεται κατά την παραγωγή των εισαγόμενων αγαθών. Για τον υπολογισμό αυτών των δασμών, θα πρέπει να εκτιμηθεί η περιεκτικότητα σε άνθρακα των εισαγόμενων αγαθών. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο, δεδομένης της πολυπλοκότητας των αλυσίδων εφοδιασμού και των διαφοροποιήσεων στις διαδικασίες παραγωγής.
Η αποτελεσματικότητα των δασμών άνθρακα αποτελεί επί του παρόντος θέμα σημαντικής συζήτησης. Από τη μία πλευρά, θα μπορούσαν να δώσουν κίνητρα για καθαρότερες μεθόδους παραγωγής και να αποθαρρύνουν τη διαρροή άνθρακα. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να διαταράξουν το εμπόριο και να θεωρηθούν ως μια μορφή προστατευτισμού.
Το ενδιαφέρον για τους δασμούς άνθρακα συνεχώς αυξάνεται καθώς πρόκειται για έναν ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα τόσο της κλιματικής όσο και της εμπορικής πολιτικής.
Σκεπτόμενοι ότι τα συστήματα διακυβέρνησης των πολιτών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να εξυπηρετούν τις ανάγκες των λαών τους, οι στρατηγικές της ΕΕ θα πρέπει να βελτιστοποιηθούν ώστε να επιτύχουν την μετάβαση στην πράσινη ενέργεια χωρίς να καταστρέψουν τις οικονομίες τους και τους πολίτες τους. Μέχρι σήμερα οι στρατηγικές της Ε.Ε. έχουν αστοχήσει και έχουν δημιουργήσει στους πολίτες της, το υψηλότερο κόστος διαβίωσης παγκοσμίως, την ακριβότερη ενέργεια από κάθε άλλη οικονομία, τον υψηλότερο πληθωρισμό, το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμα παγκοσμίως, υψηλό και επίμονο δομικό πληθωρισμό κλπ.. Επί πλέον η συνεχιζόμενη αύξηση επιτοκίων θα δημιουργήσει και το ακριβότερο κόστος κεφαλαίων την στιγμή που χρειάζονται τεράστια κεφάλαια για την μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» και για την μετάβαση στις νέες τεχνολογίες (τεχνητή νοημοσύνη, τρισδιάστατη εκτύπωση, βιοτεχνολογία, τεχνολογίες νέων υλικών κλπ.) Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την εμφάνιση δημαγωγών και λαϊκιστών ηγετών που θα εκμεταλλευτούν την δυσαρέσκεια των απελπισμένων πολιτών και θα οδηγήσουν σε χαοτικές καταστάσεις τις δημοκρατίες μας, που με τόσο κόπο και μετά από τόσα πολλά χρόνια καταφέραμε να δημιουργήσουμε. Ίσως η Γαλλία που «καίγεται» αυτές τις μέρες να είναι ένα «καμπανάκι» ότι δεν θα γίνουν ανεκτές πλέον άλλες αστοχίες.