Οι περισσότερες οικονομίες έφθασαν στην κορυφή ενός βραχυπρόθεσμου κύκλου χρέος ή αλλιώς υπερβολικών πιστώσεων. Η άνοδος των χρεών/πιστώσεων συνέβη εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων των προηγούμενων ετών. Tα χαμηλά επιτόκια είναι κίνητρο για λήψη δανείων τα οποία επενδύονται σε περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού τα οποία δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις από το επιτόκιο δανεισμού (χρηματοοικονομική μόχλευση). Καθώς ο βραχυπρόθεσμος κύκλος χρέους φθάνει στην κορυφή πολλοί επενδυτές, δεν έχουν πλέον τις αναμενόμενες αποδόσεις λόγω της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός. Στην περίπτωση αυτή οι επενδυτές πρέπει να πουλήσουν τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν επενδύσει και να επιστρέψουν τα δάνεια στις τράπεζες από που τα έχουν λάβει. Όμως η άνοδος των επιτοκίων σημαίνει μείωση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού, καθώς αναζητούνται άλλες ασφαλέστερες επενδύσεις με τα νέα αυξημένα επιτόκια, π. χ. οι νέες εκδόσεις ομολόγων θα έχουν μεγαλύτερο επιτόκιο. Αυτή η πτώση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού μεγενθύνεται καθώς πολλοί επενδυτές πουλάνε ταυτόχρονα και η υπερπροσφορά δημιουργεί περαιτέρω πτώση των τιμών τους.
Στην κορυφή του βραχυπρόθεσμου κύκλου χρέους οι τράπεζες αντιμετωπίζουν 2 κινδύνους: α) Οι δανειολήπτες που έχουν δανειστεί με μόχλευση για να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία με μεγαλύτερες αποδόσεις (ομόλογα, ακίνητα, μετοχές κλπ.) ενδέχεται με την άνοδο των επιτοκίων να καταγράψουν ζημιές και να μην μπορούν να επιστρέψουν στο ακέραιο τα δάνεια που έχουν λάβει. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα καταγράψουν ζημία από αθετήσεις πληρωμών δανείων από τους δανειολήπτες. β) Οι τράπεζες οι οποίες ένα μέρος των καταθέσεών το έχουν επενδύσει σε περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία τους έχει μειωθεί λόγω των υψηλών επιτοκίων (π.χ. σε κρατικά ομόλογα), εάν αναγκαστούν να τα πουλήσουν θα καταγράψουν ζημία. Αυτό συμβαίνει όταν οι τράπεζες αντιμετωπίζουν απόσυρση καταθέσεων από τους καταθέτες.
Οι δυο αυτοί τύποι, ζημιών όταν δεν καλύπτονται πλέον από το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας οδηγούν την τράπεζα σε δυσμενή οικονομική κατάσταση που μπορεί να φθάσει μέχρι και την χρεοκοπία. Περαιτέρω ζημία μπορεί να δημιουργηθεί στην τράπεζα από άστοχες ή ριψοκίνδυνες επενδύσεις της διοίκησης της τράπεζας.
Οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές πρέπει άμεσα και χωρίς καθυστέρηση να προστατεύσουν τα πιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν απόσυρση καταθέσεων. Η μη άμεση επέμβαση μπορεί να έχει πενταπλάσιο κόστος για τις αρχές προκειμένου να σώσουν μια τράπεζα, δηλαδή ουσιαστικά για να προστατεύσουν τις καταθέσεις των καταθετών.
Τράπεζες που αντιμετωπίζουν εκροή καταθέσεων είναι οι Αμερικάνικες First Republic και η PacWest. Όμως και άλλες τράπεζες θα πάρουν σειρά και θα αντιμετωπίσουν εκροή καταθέσεων καθώς κατά τη διάρκεια συρρίκνωσης των πιστώσεων δηλαδή κατά την πτώση του βραχύχρονου κύκλου χρέους οι παραπάνω τύποι ζημιών θα παρουσιαστούν σε πολλές τράπεζες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Fed. Οι αμερικανικές τράπεζες μέχρι τις 15/3 είχαν δανειστεί περίπου $300 δις από τη Fed. Οι τράπεζες Silicon Valley, Signature, First Republic και PacWest έχουν δανειστεί το μεγαλύτερο από αυτά τα ποσά. Η PacWest έγινε γνωστό ότι έχει δανειστεί $16 δις. Η First Republic φέρεται να έχει απωλέσει των 40% των καταθέσεων της από το τέλος του 2022, που ανέρχεται στο ποσό των $70 δις. Στις 21 Μαρτίου η PacWest, ανέφερε ότι είχε χάσει το ένα πέμπτο των καταθέσεών της από τις αρχές του 2023.
Οι μικρές περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ διακινούν περίπου το 50% των εμπορικών δανείων που επενδύονται κυρίως σε εμπορικά ακίνητα των οποίων οι τιμές έχουν φτάσει σε υπερβολικά επίπεδα και προσομοιάζουν με συνθήκες φούσκας. Το γεγονός ότι κατέχουν περίπου το 80% των εμπορικών ενυπόθηκων δανείων σε συνδυασμό με το μικρό τους μέγεθος, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε φυγή καταθέσεων προς μεγαλύτερες τράπεζες ώστε οι καταθέτες να νιώθουν περισσότερη ασφάλεια. Σε τέτοια περίπτωση οι αρχές πρέπει οπωσδήποτε να παρέχουν αυτόματη γραμμή ρευστότητας ώστε οι τράπεζες να μην αναγκαστούν να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία με ζημίες για να καλύψουν την καταθέσεις που αποσύρονται.
Η Deutsche Bank κατέχει σχεδόν $17 δις ενυπόθηκα εμπορικά ακίνητα που αντιστοιχούν στο 35% της υψηλής ποιότητας κεφαλαίων που διαθέτει. Οπότε η έκθεση της σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία δεν δημιουργεί υπερβολικό κίνδυνο. Ενδέχεται όμως να προκύψει υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης το οποίο ίσως να είναι ανησυχητικό. Οι επενδυτές σε ομόλογα Πρόσθετης Κατηγορίας ΑΤ1, έχασαν όλα τα χρήματα από τα ομόλογα τους με την εξαγορά/συγχώνευση της Credit Suisse. Οπότε τώρα οι επενδυτές θα απαιτήσουν πολύ υψηλότερα επιτόκια ως ασφάλιστρο για να κατέχουν ΑΤ1 ομόλογα. Τα ομόλογα ΑΤ1 χρησιμοποιούνται για να καλύψουν ζημιές της τράπεζας μετά την απώλεια των ιδίων κεφαλαίων της ώστε να μην θιγούν τα χρήματα των καταθετών.
Κατά πόσον οι ρυθμιστικές αρχές θα καταφέρουν να παράσχουν άμεση γραμμή ρευστότητας σε κάθε τέτοια περίπτωση που θα αντιμετωπίζει κάποιου πιστωτικό ίδρυμα, θα καθορίσει τον βαθμό μετάδοσης της τραπεζικής κρίσης. Η αποτροπή της απόσυρσης των καταθέσεων, θα αποτρέψει την πώληση περιουσιακών στοιχείων σε τιμές χαμηλότερες από ότι έχουν αγοραστεί οπότε θα αποτρέψετε την εμφάνιση ζημιών στους ισολογισμούς των τραπεζών και περαιτέρω θα αποτρέψει ένα υπερβολικό κόστος για τη διάσωσή τους.