Η ψηφοφορία της δεύτερης Κυριακής –σε όσα μέρη διεξάγονται επαναληπτικές εκλογές- έχει πολλές ιδιαιτερότητες.Η εξ’ ορισμού διπολική φύση της, δημιουργεί τρεις κατηγορίες ψηφοφόρων:
Α) Αυτούς που έχουν ξεκάθαρη προτίμηση σε ένα από τα δύο πρόσωπα της μονομαχίας. Θα προστρέξουν με μεγάλη θέληση να στηρίξουν την επιλογή τους – ή να αποτρέψουν τη νίκη του αντιπάλου, αν τον θεωρούν τον περισσότερο επιβλαβή για τα κοινά.
Β) Όσους δεν έχουν ιδιαίτερη θέρμη για κανένα από τα δύο πρόσωπα του Β’ γύρου και θα πάνε να ψηφίσουν βουβά και με σκεπτικισμό, προσπαθώντας να βρουν το κατάλληλο κριτήριο επιλογής.
Γ) Εκείνους που είναι παντελώς αδιάφοροι για το τελικό αποτέλεσμα των επαναληπτικών εκλογών επειδή κανείς από τους δύο φιναλίστ δεν τους γεμίζει το μάτι και θα προτιμήσουν την αποχή.
Επειδή, όμως, οι εκλογές έχουν παράξενα τερτίπια, ενδέχεται τελικά το αποτέλεσμα να το καθορίσει η τρίτη κατηγορία ψηφοφόρων: όσοι δεν προσέλθουν στην κάλπη, ενώ είχαν ψηφίσει την πρώτη Κυριακή.
Κι αυτό γιατί η ενισχυμένη αποχή ενδέχεται να θρέψει το ποσοστό του συνδυασμού που είχε έρθει πρώτος την περασμένη Κυριακή.
Αν όσοι τον ψήφισαν την πρώτη φορά επιβεβαιώσουν την επιλογή τους και τη δεύτερη Κυριακή, τότε ο προπορευόμενος συνδυασμός του Α’ γύρου μεγαλώνει αυτομάτως το ποσοστό του, αφού διατηρεί τις δυνάμεις του σε μειωμένη πίτα.
Η αποχή, λοιπόν, στον δεύτερο γύρο δεν είναι –εντέλει- μια κίνηση ουδετερότητας.
Ας το έχουμε υπόψη πριν πιάσουμε τις παραλίες.