Δίχως αμφιβολία, το κρίσιμο φαινόμενο της Ενδοοικογενειακής Βίας και κάθε μορφή κακοποιητικής πρακτικής ενάντια, κυρίως, σε παιδιά και γυναίκες προκαλεί αποδιοργάνωση του οικογενειακού συστήματος και κατ’επέκταση ισχυρές κοινωνικές ταλαντεύσεις με εμφανή σημεία δυσλειτουργίας.
Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στο επίκεντρο δράσεων και εκδηλώσεων ειδικών υπηρεσιών και άλλων φορέων που εμπλέκονται στον τομέα της διαχείρισης και της αντιμετώπισης περιστατικών με τέτοια χαρακτηριστικά, δημιουργώντας ενθαρρυντικά πορίσματα για την ανάπτυξη ενός υγιούς μετώπου απέναντι στην νοσηρότητα του προβλήματος.
Σαφέστατα, η παρακίνηση των θυμάτων για αναζήτηση βοήθειας στις αρχές και τα αρμόδια πρόσωπα είναι από τα ζητήματα εκείνα που χρειάζεται να δοθεί έμφαση, σε συνδυασμό πάντα με ένα πλάνο ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και εκπαίδευσης των τοπικών κοινωνιών, με σκοπό την πρόληψη και τον περιορισμό του φαινομένου.
Στο εν λόγω κείμενο όμως, και εξ αφορμής της Παγκόσμιας Ημέρας για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, κατ’ επιλογή δεν θα γίνει αναφορά σε απορρέοντα στοιχεία των κοινωνικών επιστημών ή σε αναλύσεις εξ αντικειμένου, αλλά μία απλή καταγραφή ορισμένων παρατηρήσεων που εμπίπτουν, περισσότερο, στην ανθρώπινη συνύπαρξη και αλληλέγγυα συμπεριφορά.
Ειδικότερα, με την ακόλουθη περιγραφή (τυχαίων περιπτώσεων) επιδιώκετε η ανάδειξη προβληματισμών συνειδησιακού χαρακτήρα και ατομικής ευθύνης απέναντι στο πρόβλημα.
Για παράδειγμα, ο καθένας μας ας αναρωτηθεί ή πιο εύστοχα ας αναλογιστεί τα εξής:
«Αν οι φωνές και οι εκκλήσεις για βοήθεια της γυναίκας από το διπλανό διαμέρισμα μας ξάφνιασαν τόσο που σκεφτήκαμε πως έχουμε χρέος ν’ ανταποκριθούμε στα καλέσματα του πόνου και της απόγνωσης ή μήπως ανεβάσαμε την ένταση της τηλεόρασης και τον ήχο του ραδιοφώνου ώστε να ξεφύγουμε από την τραγικότητα της στιγμής».
«Αν το θέαμα του άντρα που χειροδικούσε στη γυναίκα του εντός του σταθμευμένου αυτοκίνητου με το μικρό παιδί στο πίσω κάθισμα να έχει πλαντάξει στο κλάμα, μας ώθησε να ενδιαφερθούμε στο ελάχιστο ή αντί γι’ αυτό προσπεράσαμε την κατάσταση δίνοντας, μάλιστα, ρυθμό στον βηματισμό μας και με τη σκέψη – άλλοθι: που να μπλέκω στα οικογενειακά τους!».
«Αν το άκουσμα φρασεολογίας ύβρεων ενός άντρα προς την συνοδό του σε μία δημόσια διαδρομή, μας γέννησε την ανάγκη υποστήριξης και προστασίας για το πρόσωπο που πλήττεται ή μήπως το δικό μας αίσθημα φόβου ήταν μεγαλύτερο από του θύματος ώστε να επιταχύνει την απομάκρυνση από το σημείο».
«Αν τη στιγμή της αποκάλυψης του εγκλήματος νιώσαμε υπερηφάνεια για τις δηλώσεις επιβεβαίωσης στα μέσα ενημέρωσης ότι γνωρίζαμε – από πριν – την άσχημη κατάσταση και ότι η γειτονιά ήξερε τα πάντα, ενώ σε πρότερο χρόνο κωφεύαμε και σιωπούσαμε… χωρίς αναγνώριση της δικής μας συμμετοχής και συγκάλυψης».
Ας προσέξουμε, λοιπόν, κι ας κατανοήσουμε όλα αυτά τα «Αν» της ευθύνης, πριν η ευθύνη μας αυτή εξελιχθεί σε ενοχή.
«Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια» αναφέρουν οι στίχοι του σημαντικού Έλληνα ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, εννοώντας βέβαια κάτι διαφορετικό. Ας μου επιτραπεί η χρήση και για το συγκεκριμένο θέμα.