Μένοντας σε μια γειτονιά, εύλογo είναι να επιδιώκουμε αρμονικές σχέσεις με τους διπλανούς μας. Άλλωστε, όλοι μας θα έχουμε όφελος. Και θα ζούμε ειρηνικά. Και θα ευημερεί ο τόπος μας. Προφανώς, κάτι τέτοιο προϋποθέτει σεβασμό στους κανόνες συμβίωσης. Διαφορετικά, εμφανίζονται εντάσεις – για να μην πω ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά του καθενός καθίσταται εκ των πραγμάτων δείκτης φερεγγυότητας και συνύπαρξης.
Ζώντας σε ταραγμένη γεωπολιτικά περιοχή, οφείλουμε να προτάσσουμε τη συνεργασία με όλους τους γείτονές μας. Και πρωτίστως με την Τουρκία. Έτσι αντιμετωπίζουμε τα τραύματα του παρελθόντος. Αλλά και εξουδετερώνουμε καχυποψίες και επιφυλάξεις. Στην αντίθετη περίπτωση, δημιουργούνται συνθήκες πρόσφορες για τη διαιώνιση της αντιπαλότητας. Το χειρότερο, βέβαια, είναι ότι συντηρούνται οι υφέρπουσες εμμονές και ψυχώσεις των δυνάμεων του εθνικισμού και της εχθροπάθειας.
Η Ελλάδα διαχρονικά προσπάθησε να θέσει τα ελληνοτουρκικά σε τροχιά αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας και ειρηνικής συνύπαρξης, δίχως να απεμπολεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την αποφασιστικότητα που τον διέκρινε, αποδέχθηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Τουρκία εφ’ όλης της ύλης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επιχείρησε στις συνομιλίες του με τον Οζάλ, στο Νταβός το 1988, να ανατοποθετήσει σε άλλη βάση την εξωτερική πολιτική, χωρίς να δώσει συνέχεια.
Η υποβόσκουσα για πολλά χρόνια κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκφράστηκε και κορυφώθηκε στην περιπέτεια των Ιμίων. Επιδιωκόμενος στόχος της Τουρκίας ήταν και παραμένει η αμφισβήτηση του δικαιώματος της χώρας μας να επικαλείται για τον καθορισμό της αιγιαλίτιδας ζώνης και της υφαλοκρηπίδας την ύπαρξη μεγάλων και μικρών νησιών στο Αιγαίο.
Οι εύστοχοι και αποτελεσματικοί χειρισμοί του Κώστα Σημίτη απέτρεψαν μια καταστροφική πολεμική αναμέτρηση, την οποία μεθόδευαν για καιρό οι εθνικιστικοί κύκλοι της γείτονος. Ο τότε πρωθυπουργός απέδειξε εμπράκτως πώς μπορείς να υπερασπιστείς τα εθνικά συμφέροντα, αποφεύγοντας τη διολίσθηση σε επικίνδυνες ατραπούς. Την ίδια στιγμή εξέθεσε διεθνώς την Τουρκία, καταδεικνύοντας ποιος ασκεί επιθετική πολιτική και ποιος επιζητά την ειρήνη.
Η εμπειρία αυτή αποδεικνύει ότι απέναντι στην τεχνητή ένταση επιβάλλεται να αντιτάξουμε έναν διαφορετικό δρόμο για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας. Να αποφύγουμε τη στρατικοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής, χωρίς την οποιαδήποτε υποχώρηση. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η Δήλωση που υπέγραψαν στη Μαδρίτη, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ ο Κώστας Σημίτης και ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Μολονότι, λοιπόν, η Ελλάδα έσυρε την Τουρκία στο δικό της στρατηγικό πεδίο, αναγκάζοντας την να αποδεχθεί ένα πλαίσιο αρχών, διάφοροι αναλυτές και δημοσιογράφοι δεν αμφισβητούν μόνο την αξία της Δήλωσης. Επιπλέον, την ενοχοποιούν με ανυπόστατες ερμηνείες και αθεμελίωτες αποδείξεις.
Το βιβλίο των δημοσιογράφων Μιχάλη Ιγνατίου και Νίκου Μελέτη «Η συμφωνία που ‘γκρίζαρε’ το Αιγαίο- Από τα Ίμια στη Μαδρίτη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, καταφεύγει σε συνωμοσιολογίες και σεναριολογίες, αναπαράγοντας τη μικροπολιτική εκείνης της περιόδου. Στηρίζεται σε ένα ρεπορταζιακό υλικό αμφίβολης αξιοπιστίας, υιοθετώντας τις απόψεις πατριδοκάπηλων κύκλων, οι οποίοι αντιτάσσονται στην ανάγκη αναπροσανατολισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι συγγραφείς, επιρρεπείς στις θεωρίες συνωμοσίας, εκτός του ότι υφαίνουν σενάρια, ωθούνται και σε μείζονες αυθαιρεσίες.
Πυρήνας του βιβλίου είναι ότι η αμερικανική διπλωματία «μαγείρεψε» το κείμενο της κοινής Δήλωσης, κάνοντας λόγο για παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. Αν είχαν ρίξει μια ματιά στο βιβλίο του Κώστα Σημίτη «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα», που εξέδωσε μετά την πρωθυπουργία του, θα είχαν διαπιστώσει ότι αναφερόμενος στη Δήλωση σημειώνει: «Έπειτα από συνεννοήσεις των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών Πάγκαλου και Τζεμ, με πρωτοβουλία της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ολμπράιτ, υπέγραψα στις 6 Ιουλίου 1997 με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ντεμιρέλ τη Δήλωση της Μαδρίτης». Συνεπώς, τα περί μαγειρέματος, δεν είναι τίποτα άλλο από εσκεμμένα μυθεύματα.
Ομοίως πράττουν οι δύο δημοσιογράφοι και ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο της Δήλωσης. Ασπαζόμενοι την παρωχημένη αντίληψη ότι η οποιαδήποτε επικοινωνία με τους Τούρκους βλάπτει τα εθνικά μας συμφέροντα, τής προσδίδουν ανύπαρκτες διαστάσεις. Γράφουν για δήθεν απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων, επιχειρώντας να αποδομήσουν τη χρησιμότητά της. Διαστρεβλώνουν συνειδητά τα καίρια σημεία της, τα οποία είναι η ανάγκη συνεργασίας και αποφυγής μονομερών ενεργειών, ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και η δέσμευση διευθέτησης των όποιων διαφορών με ειρηνικά μέσα.
Φτάνουν δε στο σημείο να αναζητούν πίσω απ’ αυτά γκρίζες πλευρές, χωρίς να το αποδεικνύουν στοιχειωδώς. Εκτοξεύουν κατηγορίες, για να κατασυκοφαντήσουν μια δημιουργική πολιτική. Απλώς ακολουθούν ξανά τη γνώριμη τακτική, να κάνουν το άσπρο μαύρο, καλλιεργώντας φοβικά σύνδρομα.
Στην ουσία αρνούνται να δεχθούν πως η υπεράσπιση των ζωτικών μας συμφερόντων περνάει μέσα από την αμοιβαία αποδοχή του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συμφωνιών. Την αυτονόητη αυτή πραγματικότητα την αποστρέφονται. Παγιδευμένοι σε λογικές αντιπαλότητας, δεν αντιλαμβάνονται ότι η διεύρυνση του χάσματος με τη Τουρκία επιτείνει τα αδιέξοδα, ανατροφοδοτώντας την τουρκική επιθετικότητα.
Εξ ου και γκρίζες πολιτικές είναι όσες αποσκοπούν στη συντήρηση και ανακύκλωση των προβλημάτων. Αντιθέτως, φωτεινές εκείνες που συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση της έντασης με την αναζήτηση κοινών τόπων. Η κορυφαία επιτυχία μας, η πολυσήμαντη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, αποδεικνύει ποιες πολιτικές ενισχύουν τη χώρα, αλλά και ολόκληρο τον Ελληνισμό. Και ποιες ανοίγουν προοπτικές προόδου.