Ένα από τα κεντρικά προτάγματα της σημερινής κυβέρνησης είναι η σταδιακή αποδέσμευση του κράτους από τη Δημόσια Εκπαίδευση και στην κατεύθυνση αυτή η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας προωθεί μεθοδευμένα, με αλλεπάλληλα νομοθετήματα, την ιδιωτικοποίηση της Εκπαίδευσης. Μετά την εξίσωση πτυχίων των ιδιωτικών κολεγίων με εκείνα των δημόσιων Πανεπιστημίων, την επαναφορά της τράπεζας θεμάτων στο Λύκειο και την ταυτόχρονη περικοπή χιλιάδων θέσεων στις δημόσιες σχολές, «σπρώχνοντας» τη νέα γενιά σε ιδιωτικά κέντρα αμφιβόλου ποιότητας, σειρά έχει μια συνολική ανατροπή του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου με επίμαχους άξονες τη συνεχή αξιολόγηση και την οικονομική-διοικητική αποκέντρωσή του.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει πιστά την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, στην οποία φανερώνεται όλο το πλέγμα των νεοφιλελεύθερων αλλαγών που μεταβάλλουν τη φυσιογνωμία του Σχολείου. Η μετατόπιση από την παιδαγωγική οπτική της εκπαιδευτικής, ψυχικής και κοινωνικής λειτουργίας του σχολείου σ’ ένα γραφειοκρατικό και τεχνοκρατικό μοντέλο διοίκησης με συνεχείς διεκπεραιωτικού τύπου διαδικασίες (συμπλήρωση φορμών, μέτρηση και ποσοτικοποίηση δεικτών του παρεχόμενου κ.ά.) θα συρρικνώσουν τον πολύτιμο χρόνο της δημιουργικής και ουσιαστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών.
Το πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη είναι αποκαλυπτικό και κυρίως σε δύο κομβικά σημεία. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως «Χρειάζονται επανεξέταση και οι σημερινές διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων… τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και να παρουσιάζονται σε συγκριτική μορφή» και «Άλλες αρμοδιότητες μπορούν να μεταβιβασθούν στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπως ιδίως η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων…». Η υποχώρηση του κράτους από την ευθύνη της κεντρικής χρηματοδότησης και η απεμπλοκή του από τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού ανατρέπει άρδην την εν γένει λειτουργία των Σχολείων αλλά και το εργασιακό καθεστώς χιλιάδων εκπαιδευτικών, προφανώς, με δυσμενέστερους όρους. Ένα σχολείο με ανακυκλώσιμο εκπαιδευτικό προσωπικό και ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας μεταξύ των σχολικών κοινοτήτων, καθώς η αξιολόγηση τους συνδέεται με μετρήσιμες επιδόσεις, με συγκριτική κατάταξη βάσει των αποτελεσμάτων και με τη συνεπαγόμενη διαβαθμισμένη χρηματοδότηση.
Η οικονομική-διοικητική αποκέντρωση των σχολείων με κυρίαρχο φορέα αρμοδιοτήτων την τοπική αυτοδιοίκηση –δήμοι και περιφέρειες διαφορετικών δυνατοτήτων– θα οδηγήσει σε σχολεία πολλαπλών ταχυτήτων και κατ’ επέκταση στην όξυνση εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η διεθνής εμπειρία από την εφαρμογή τέτοιους είδους μοντέλων, για παράδειγμα στην Αγγλία, έχει καταδείξει σημαντικές αρνητικές πτυχές όπως στην έντονη ταξικότητα της εκπαίδευσης και στη διαμόρφωση ενός ασταθούς εργασιακού περιβάλλοντος για το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Η εκπαιδευτική κοινότητα, όπως έπραττε πάντοτε, θα δημιουργήσει τα κατάλληλα «αντισώματα» με σκοπό να υπερασπιστεί το αξιακό υπόβαθρο του δημόσιου δωρεάν σχολείου, για καθολική μόρφωση και γνώση, απέναντι στο νέο «μεταλλαγμένο» Σχολείο που προωθεί η κα. Κεραμέως και η κυβέρνηση. Θα προτάξει το αίτημα για περισσότερη παιδαγωγική αυτονομία απέναντι στην οικονομική αποκέντρωση και υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου με στόχο την ανατροφοδότηση και την ενίσχυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τη στελέχωση των σχολείων με μόνιμο προσωπικό και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών από κρατικό φορέα. Η συλλογική και μαζική αποχή των εκπαιδευτικών από την άκαιρη χρονικά, επιστημονικά ανεπαρκής και βαθιά ταξική, ως προς τη στόχευσή της, αξιολόγηση των σχολικών μονάδων δείχνει πως τα «αντισώματα» είναι ισχυρά.