Παντού,όπου υπάρχει δημοκρατία στον σύγχρονο Κόσμο,αυτή βασίζεται στην Αρχή των δύο Πόλων: Δύο μεγάλα κόμματα ή σε άλλες περιπτώσεις δύο συνασπισμοί κομμάτων, που αυτοπροσδιορίζονται σαν “κεντροδεξιός” και “κεντροαριστερός”,διεκδικούν μέσα από εκλογές την εξουσία.
Οι διαφορές τους σημαντικές και ουσιαστικές κάποτε, ασήμαντες πια σήμερα μετά την πλήρη κυριαρχία της Οικονομίας πάνω στην Πολιτική την τελευταία 30ετία διεθνώς,προσπαθούν με ρητορικές κορώνες και λεκτικές αντιπαραθέσεις να δώσουν την εντύπωση στο εκλογικό τους κοινό ότι διαφέρουν.
Το παιχνίδι της εναλλαγής στη διακυβέρνηση
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν όταν ο πόλος Α (ας πούμε η Κεντροαριστερά) βρίσκεται στην κυβέρνηση και στις εκλογές χάνει από τον πόλο Β (ας πούμε την Κεντροδεξιά),το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να αλλάξει αρχηγό και μια σειρά από προβεβλημένα στελέχη, προκειμένου στα χρόνια που θα είναι στην αντιπολίτευση να φτιάξει ένα νέο προφίλ και να πάει στις επόμενες εκλογές με μια νέα πρόταση,αν θέλει να πάρει την εκλογική ρεβάνς.
Αυτή είναι η διεθνής πρακτική.Αυτό συμβαίνει και στη χώρα μας από τότε που τα κόμματα εξουσίας έπαψαν να είναι προσωποκεντρικά.
Αυτό έκανε η Νέα Δημοκρατία το ’93 όταν έχασε τις εκλογές,με τον Κων.Μητσοτάκη να παραιτείται,όπως παραιτήθηκε και ο Κώστας Καραμανλής μετά την ήττα του 2009.
Παρόμοια ήταν η στάση και του Γιώργου Παπανδρέου μετά την εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ το ’12,ενώ παλιότερα ο Σημίτης και πιο παλιά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος βλέποντας ότι θα έχαναν τις εκλογές του 2004 και του 1981 αντίστοιχα,έφυγαν πριν την εκλογική μάχη αφήνοντας την αρχηγία στους επόμενους.
Ο Αλέξης το ουσιαστικό “δεκανίκι” του Μητσοτακισμού
Κάτι παρόμοιο θα έπρεπε να είχε κάνει και ο Αλέξης Τσίπρας μετά την ήττα του ’19.
Θα έπρεπε,αν ενδιαφέρονταν πραγματικά για την Κεντροαριστερά,τον Σύριζα και τη χώρα,να είχε φύγει αφήνοντας την καρέκλα σε κάποιον άλλο.
Όμως εδώ πρακτικά υπήρχαν δύο προβλήματα:
Πρώτον το πώς θα έκανε αυτή την κίνηση,όταν είχε ήδη αποδείξει από την περίοδο της διακυβέρνησης του το πόσο δεμένος ήταν με την καρέκλα.
Ένας άνθρωπος που προκειμένου να μείνει στη θέση του δε δίστασε να κάνει τα ακριβώς αντίθετα απ’όσα είχε υποσχεθεί,είχε προτείνει στον κόσμο και στο φινάλε πρέσβευε η ίδια η ιδεολογία του.
Το δεύτερο πρόβλημα στην ενδεχόμενη αλλαγή της ηγεσίας του Σύριζα το 2019 ήταν ότι μετά τον εσωκομματικό εμφύλιο του 2015 δεν είχαν απομείνει και πολλά σοβαρά στελέχη στο κόμμα,ώστε να χτιστεί γύρω τους η νέα πρόταση της κεντροαριστεράς.
Αποτέλεσμα; Να μείνει ο Σύριζα με τον Αλέξη,τον Κατρούγκαλο και τα άλλα παιδιά στην Αντιπολίτευση,χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική για την ήττα του ’19 και τα λάθη της διακυβέρνησης της δικής του πενταετίας:
Την “κωλοτούμπα” του “Οχι” που έγινε “Ναι” με κεφαλαία γράμματα.
Την Ελπίδα που έγινε…λεπίδα.
Την σκληρή λιτότητα που επέβαλε.
Τα αχρείαστα Capital Controls που ήρθαν για να αποτελειώσουν τη μικρή επιχείρηση και ήταν το αποτέλεσμα μιας μάχης που ποτέ δεν έδωσε στην Ευρώπη.
Τη δυσβάσταχτη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών,τους οποίους αντιμετώπισε σαν να ‘ταν το Κεφάλαιο.
Την πολιτική των Ανοιχτών Συνόρων.
Τη Συνθήκη των Πρεσπών και την -ο Θεός να την κάνει- λύση του Μακεδονικού.
Για όλα αυτά δεν έγινε καμία ουσιαστική αυτοκριτική και με τα ίδια πρόσωπα ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις χθεσινές εκλογές για να χάσει κατά κράτος από τον Κυριάκο.
Έναν άνθρωπο που λέγεται “Μητσοτάκης” και που μόνο λόγω επιθέτου χάνει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος.
Τον Μητσοτάκη θα τον…υποστούμε για ακόμη μια 4ετία.Και αυτό είναι καθαρά έργο Αλέξη Τσίπρα και ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ,που δεν φρόντισαν να κάνουν τις κινήσεις που θα έφερναν ξανά στο προσκήνιο το κόμμα τους ή έστω μια συμμαχία κομμάτων που ανήκουν όλα στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Η Αστική Δημοκρατία “περπατάει” με δύο πόδια:
Το ένα είναι η Κυβέρνηση και το άλλο η αξιωματική Αντιπολίτευση.
Στην Ελλάδα από το 2019 και μετά το ένα πόδι χωλαίνει. Κατά συνέπεια η χώρα προχωράει …κουτσαίνοντας.Ας ελπίσουμε αυτό να τελειώσει σύντομα και η Κεντροαριστερά να γίνει ξανά ένας υπολογίσιμος πόλος εξουσίας.