O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ενθαρρύνει τις υγειονομικές αρχές να προχωρούν στον ετήσιο προληπτικό εμβολιασμό έναντι της γρίπης και τονίζουν τη σημασία του εμβολιασμού για τα άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσο και δυσμενή έκβαση όπως οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, τα άτομα με συνυπάρχουσες χρόνιες παθήσεις ή/και ανοσοκαταστολή, καθώς και οι έγκυες.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής) αναφέρουν ότι στη χώρα μας, οι συστάσεις αντιγριπικού εμβολιασμού για τη φετινή περίοδο περιλαμβάνουν κατά προτεραιότητα πληθυσμιακές ομάδες με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσο ή/και επιπλοκές, σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών. Σε αυτές τις ομάδες περιλαμβάνονται άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, βρέφη και παιδιά 6 μηνών έως 5 ετών και ενήλικες με χρόνια συστηματικά νοσήματα και ανοσοκαταστολή, έγκυες, άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία, υγειονομικοί υπάλληλοι, κλειστοί πληθυσμοί όπως στρατόπεδα, καταστήματα κράτησης, άτομα που έρχονται σε επαφή με πτηνά ή χοίρους, καθώς και φροντιστές ατόμων υψηλού κινδύνου. Συνολικά για την περίοδο 2024-2025, θα κυκλοφορήσουν 6 διαφορετικά τετραδύναμα εμβόλια για ενδομυική χορήγηση, δύο εκ των οποίων είναι ενισχυμένα και απευθύνονται σε άτομα 60 ετών και άνω.
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να χορηγείται έγκαιρα και πριν την έναρξη της συνήθους περιόδου εμφάνισης της έξαρσης των κρουσμάτων γρίπης, δεδομένου ότι απαιτούνται περίπου 2 εβδομάδες για την επίτευξη ανοσολογικής απάντησης. Κατά προτίμηση, ο εμβολιασμός θα πρέπει να ολοκληρώνεται τουλάχιστον 4-6 εβδομάδες προ της ενάρξεως του ετήσιου επιδημικού κύματος της γρίπης στην Ελλάδα (δηλαδή στα μέσα – μέχρι τέλος Νοεμβρίου), σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός γενικά περιλαμβάνει μία μόνο δόση του εμβολίου ετησίως. Το αντιγριπικό εμβόλιο μπορεί να χορηγηθεί και την ίδια μέρα με το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού – αλλά σε διαφορετικά ανατομικά σημεία- όπως και οποιαδήποτε άλλη μέρα πριν και μετά το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.
Με το όρο ανοσοκαταστολή αναφερόμαστε στη δυσλειτουργία ή καταστολή της φυσιολογικής λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων στοιχείων της φυσικής ή/και επίκτητης
ανοσίας. Μπορεί να οφείλεται είτε σε συστηματικά νοσήματα π.χ. λοίμωξη HIV είτε να είναι αποτέλεσμα θεραπευτικών χειρισμών που γίνονται με στόχο την αντιμετώπιση
σοβαρών νοσημάτων όπως ο καρκίνος.
Τα άτομα σε ανοσοκαταστολή δεν πρέπει να εμβολιάζονται με εμβόλια που περιέχουν ζώντες εξασθενημένους ιούς. Τα εμβόλια θα πρέπει να χορηγούνται πριν από την προγραμματισμένη ανοσοκαταστολή, εάν είναι εφικτό. Ειδικά τα αδρανοποιημένα εμβόλια θα πρέπει να χορηγούνται τουλάχιστον 2 εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ανοσοκαταστολή. Η ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό μπορεί να είναι μειωμένη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως όταν πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια λήψης συγκεκριμένων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων ή σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Η βιβλιογραφία δείχνει ότι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με παράγοντες που στοχεύουν τα Β-λεμφοκύτταρα έχουν μειωμένη ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό έως και 6 μήνες από την τελευταία χορήγηση της θεραπείας.
Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση μυελού των οστών πρέπει να εμβολιάζονται με το αντιγριπικό εμβόλιο εφόσον έχουν παρέλθει 3-6 μήνες από τη μεταμόσχευση. Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου αναμένεται πτωχή ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό μπορεί να συστήνεται αναμνηστικός εμβολιασμός για ενίσχυση της ανοσολογικής απόκρισης, ανά περίπτωση και πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Τέλος, σημειώνεται η ανάγκη εμβολιασμού των φροντιστών και του στενού οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου των ασθενών σε ανοσοκαταστολή.