Ένα 24ωρο πριν από την ανακοίνωση νέας αύξησης επιτοκίων κατά 0,5% από την ΕΚΤ, ξεκινά η διαδικασία κάλυψης μέρους αυτού του αυξημένου κόστους, από τις τράπεζες.
Στην πραγματικότητα από σήμερα μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα, όπου οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλοντας αίτηση στην υφιστάμενη πλατφόρμα (https://www.gov.gr/ipiresies/periousia-kai-phorologia/diakheirise-opheilon/bebaiose-eualotou-opheilete), θα παίρνουν τη σχετική βεβαίωση “ευάλωτου δανειολήπτη” μέσω του πληροφοριακού συστήματος της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους.
Σε δεύτερη φάση, όπως προκύπτει από την κοινή ανακοίνωση των τραπεζών, θα ενεργοποιηθεί ειδική πλατφόρμα για όσους έχουν το “πράσινο φως”, έτσι ώστε να “τρέξει” η επιδότηση. Τα αναλογούντα ποσά εκτιμάται πως θα ξεκινήσουν να πιστώνονται στους λογαριασμούς των δικαιούχων, τον Απρίλιο.
Στο σχήμα της επιδότησης εντάσσεται το σύνολο των υφιστάμενων σήμερα δανείων ευάλωτων δανειοληπτών, ανεξαρτήτως της τράπεζας προέλευσης του δανείου, συστημικής ή μη, είτε αυτό παραμένει σε τραπεζικό ισολογισμό είτε έχει μεταβιβαστεί σε τρίτους. Με βάση τις παραπάνω παραμέτρους, εκτιμάται ότι είναι επιλέξιμοι για επιδότηση τουλάχιστον 30.000 δανειολήπτες, για δάνεια ύψους τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ. Το συνολικό κόστος του προγράμματος, θα αναληφθεί από κοινού και ισόποσα από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, στο πλαίσιο των προγραμμάτων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, το οποίο αναπτύσσει ξεχωριστά κάθε τράπεζα.
Ποιες είναι οι βασικές παράμετροι του προγράμματος επιδότησης;
Δικαιούχοι: Δανειολήπτες με στεγαστικό δάνειο ή και δάνειο μικρών επιχειρήσεων, που εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια στην 1η κατοικία.
Εισοδηματικά κριτήρια, όπως ορίζονται στο ν. 4472/2017 για την υπαγωγή σε καθεστώς ευάλωτου, δηλαδή:
❖ ετήσιο εισόδημα μέχρι 7.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ, ανά μέλος της οικογένειας, με όριο και μέγιστο ετήσιο εισόδημα 21.000 ευρώ
❖ μέγιστη αξία κύριας (πρώτης) κατοικίας 180.000 ευρώ (βάσει αξίας υπολογισμού ΕΝΦΙΑ) και
❖ συνολικές καταθέσεις έως 7.000 ευρώ, προσαυξανόμενες κατά 3.500 ευρώ για κάθε μέλος της οικογένειας με όριο συνολικών καταθέσεων το ποσό 21.000 ευρώ.
Υπαγόμενες οφειλές: Οι υφιστάμενες ενήμερες οφειλές, δηλαδή δάνεια σε καθυστέρηση μέχρι 90 ημέρες, με σημείο αναφοράς (για το ενήμερο ή μη) την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος από τον πιστούχο. Δεν είναι επιλέξιμες οφειλές που θα προέρχονται από νέα δάνεια, τα οποία χορηγήθηκαν μετά τις 15 Δεκεμβρίου
Ποσοστό επιδότησης: Το 50% της αύξησης του επιτοκίου (με ημερομηνία υπολογισμού της αύξησης την 30/6/2022). Η επιδότηση θα διακόπτεται εάν ο οφειλέτης καταστεί υπερήμερος στην εξυπηρέτηση της δόσης του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ημερών.
Διάρκεια επιδότησης: 12 μήνες.
«Καμπανάκι» από Τράπεζα της Ελλάδας
Το πρόγραμμα αυτό έρχεται να αμβλύνει τις επιπτώσεις από την επιθετική αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ, αλλά επ’ ουδενί λύνει το πρόβλημα. Στην τελευταία της Έκθεση η Τράπεζα της Ελλάδας έκρουσε τον κώδωνα του επιτοκιακού κινδύνου, που προφανώς δεν απειλεί μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά και δανειολήπτες με μικρομεσαία εισοδήματα, που συν τοις άλλοις αντιμετωπίζουν τις ανατιμήσεις στην Ενέργεια και τα είδη διατροφής.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν, άλλωστε, ότι η πίεση από τις αυξήσεις επιτοκίων στα υφιστάμενα δάνεια, είναι κάτι παραπάνω από αισθητή. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών αυξήθηκε το Νοέμβριο κατά 39 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 3,41%. Το Σεπτέμβριο ήταν μόλις 2,73%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα αυξήθηκε κατά 14 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 6,94%, ωστόσο η διαφορά από τα επίπεδα του Σεπτεμβρίου είναι 30 μονάδες βάσης.
Στα νέα δάνεια, τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ένα “φρενάρισμα”, αλλά σε υψηλά επίπεδα. Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 30 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 11,07%, ενώ το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 37 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 3,63%.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ζήτηση για τα καταναλωτικά και για τα στεγαστικά δάνεια παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη στο τελευταίο τρίμηνο του 2022, ενώ και για το α’ τρίμηνο του 2023, η ζήτηση τόσο για στεγαστικά όσο και για καταναλωτικά δάνεια αναμένεται να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη.