Καθηλωμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα αναμένεται να παραμείνουν τα επιτόκια των καταθέσεων.
Παρά το μπαράζ των αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ και την αντίστοιχη άνοδο στο κόστος δανεισμού, οι καταθέτες παραμένουν οι μεγάλοι χαμένοι, εισπράττοντας «ψίχουλα» για τις αποταμιεύσεις τους.
Ο λόγος, όπως εξήγησε πρόσφατα επικεφαλής τράπεζας είναι απλός: Υπάρχει υπερπροσφορά χρήματος στις καταθέσεις, που ξεπερνά κατά πολύ τις ανάγκες των τραπεζών για κεφάλαια προς δανεισμό.
Για του λόγου το αληθές, στο τέλος Ιουλίου οι συνολικές καταθέσεις και ρέπος των ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών που ήταν τοποθετημένες στα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανέρχονταν σε 183 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αντίστοιχα, το ίδιο χρονικό διάστημα, το σύνολο των δανείων που είχαν δώσει οι ελληνικές τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ανερχόταν σε 113 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια πλεονάζουσα ρευστότητα της τάξης των 70 δισ. ευρώ στο τραπεζικό σύστημα, επιτρέποντας στις τράπεζες την άνεση να μην ανεβάζουν τα επιτόκια των καταθέσεων.
«Είναι καθαρά θέμα προσφοράς και ζήτησης» εξηγεί ο τραπεζίτης, καθώς οι τράπεζες έχουν την πολυτέλεια να «χάσουν» ακόμα και δεκάδες δισεκατομμύρια καταθέσεων πριν χρειαστεί να ανεβάσουν ουσιαστικά τα επιτόκια.
Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς πως η μεγάλη πλειοψηφία των καταθέσεων αφορά τρεχούμενους λογαριασμούς και λογαριασμούς ταμιευτηρίου, συνήθως μικρού υπολοίπου (κάτω των 10.000 ευρώ) γίνεται κατανοητό το πολύ μεγάλο όφελος που προκύπτει για τις τράπεζες.
Ενδεικτικό είναι πως, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,56 εκατοστιαίες μονάδες. Παράλληλα, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 3,91 εκατοστιαίες μονάδες.
Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια των καταθέσεων παραμένουν καθηλωμένα σε μηδενικά ή συμβολικά επίπεδα. Σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις και κυρίως τις νέες, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,04%. Ειδικότερα, τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά και από επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα στο 0,03% και στο 0,01% αντίστοιχα. Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά αυξήθηκε στο 0,14% από 0,11% τον προηγούμενο μήνα.
Σε ό,τι αφορά τις υφιστάμενες καταθέσεις, το μέσο επιτόκιο στα υπόλοιπά με συμφωνημένη διάρκεια έως 2 έτη από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,09%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 4 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 0,16%.
Διέξοδος σε άλλα προϊόντα
Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, οι καταθέτες με κάποια οικονομική άνεση αναζητούν διέξοδο σε άλλα προϊόντα, όπως είναι για παράδειγμα τα αμοιβαία κεφάλαια ή τα ομόλογα, κυρίως εταιρικά.
Ανάλογα με το βαλάντιό τους, αλλά και το ρίσκο που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν, επιλέγουν επενδύσεις το επιτόκιο των οποίων μπορεί να ξεπερνά ακόμη και το 5%. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται ομόλογα ελληνικών αλλά και ξένων τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και πιο σύνθετα προϊόντα τα οποία βασίζονται σε ομόλογα ή και μετοχές, προσφέροντας όμως προστασία του αρχικού κεφαλαίου μέχρις ενός βαθμού.
Στην περίπτωση αυτή βέβαια δεν υπάρχει η εγγύηση που έχουν οι καταθέσεις ενώ απαιτείται ελάχιστο ποσό επένδυσης, το οποίο κατά περίπτωση μπορεί να ξεκινά από τα 1.000 ευρώ και να ξεπερνά τα 100.000 ευρώ για ορισμένες εκδόσεις ομολόγων.