Ευτυχώς ή δυστυχώς ο «ελέφαντας» δεν κρύβεται ή δεν χωράει σε ένα δωμάτιο όσο κι αν το επιθυμούμε διακαώς. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κάποιες οριακές στιγμές που δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις που να ικανοποιούν όλες τις πλευρές που εμπλέκονται σε ένα ζήτημα. Ο λόγος για τη ασφάλεια στα πανεπιστήμια που τόσος θόρυβος έχει γίνει το τελευταίο διάστημα, ενώ τα γεγονότα όπως οι βανδαλισμοί στη υπό κατασκευή βιβλιοθήκη των θετικών επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), οι σκληρές επιχειρήσεις καταστολής από την αστυνομία και η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που έκρινε συνταγματική τη δημιουργία της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, μια από τις εμβληματικού για την κυβέρνηση χαρακτήρα «μεταρρύθμιση», λειτουργούν ως επιταχυντές στη λήψη αποφάσεων, καθώς και στις αντιδράσεις σε αυτές.
Ωστόσο, πριν φτάσουμε στο «μη παρέκει» που επιβάλει τις όποιες λύσεις, καλό θα ήταν να είχε γίνει ένας διάλογος που θα απομόνωνε τις ιδεοληψίες και τις εμμονές απ’ όπου κι αν προέρχονται. Γιατί, όπως αρεσκόμαστε να επισημαίνουμε συχνά, τα πράγματα στη ζωή και στη λειτουργία της πολιτείας και της κοινωνίας δεν είναι άσπρο-μαύρο. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι αναγκαίο να γίνουν θεμελιώδεις παραδοχές που θα οδηγήσουν σε συμβιβαστικές λύσεις, που έτσι και αλλιώς όταν χρειάζεται έχουν δοκιμαστεί και είναι επιτυχημένες, όπως λόγου χάρη η παρέμβαση της αστυνομίας στην κατάληψη στο Πολυτεχνείο το 1995, επί υπουργίας του αείμνηστου Σήφη Βαλυράκη, όταν η Σύγκλητος του Ιδρύματος έδωσε την άδεια να επέμβει, χωρίς να καταστρατηγηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η πρώτη από αυτές τις παραδοχές είναι ότι ναι, σε πολλά πανεπιστήμια υπάρχουν εστίες ανομίας που εμποδίζουν τους καθηγητές και τους φοιτητές να κάνουν τη δουλειά τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, η ανομία επεκτείνεται από το πεδίο του εκφοβισμού σε άλλες εξίσου παραβατικές συμπεριφορές, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον πανεπιστημιακό χώρο και το άσυλο. Δεν είναι όμως αυτός ένας λόγος που θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε συλλήβδην τα πανεπιστημιακά ιδρύματα στη χώρα μας ως αποδοιοπομπαίους τράγους για το «φτωχό το ριζικό μας», που λέει ο ποοιητής και θα εργαλειοποιούμε τα μεμονωμένα, αλλά όχι μοναδικά, περιστατικά για να επιβεβαιώσουμε μια νεοφιλελεύθερη και ταυτόχρονα αυταρχική αντίληψη περί κατασταλτικής πρόληψης. Όλοι θέλουμε πανεπιστήμια καθαρά με κοινωνική ειρήνη που γνώση, ανταλλαγή ιδεών και πολιτική δράση θα συνδιαλέγονται αρμονικά.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει ως κοινωνία -μόλις πατήσουμε το off στο τηλεκοντρόλ που παρακολουθούμε την «πισπιριγκιάδα» και τα εκάστοτε τηλεσκουπίδια- να παραδεχτούμε ότι οφείλουμε μαζί με την Πολιτεία να ενσκήψουμε στα γενεσιουργά αίτια του προβλήματος, όπως οι κοινωνικές ανισότητες, οι ελλιπείς υποδομές, το δικαίωμα στην εργασία μετά την απόκτηση του πτυχίου, τα προβλήματα στην οικογένεια και ο ατομικισμός στην κοινωνία. Δεν ξυπνάει ένα πρωί ένα παιδί που ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον και πάει και τα «σπάει» μαζί με άλλα παιδιά και συνομήλικούς τους. Δεν τρελαίνονται οι άνθρωποι και ειδικά οι νέοι εν μια νυκτί. Κάτι τους οδηγεί στη βία, που συνήθως σχετίζεται με τα αδιέξοδα της περιρέουσας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ατμόσφαιρας.
Μια τρίτη παραδοχή είναι ότι ιστορικά τέτοιες συμπεριφορές δεν αποτελούν ελληνικό εξαιρετισμό. Μάλιστα, τα πρόσφατα γεγονότα στη Σορβόννη αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο, όταν με αφορμή την πρόκριση στον β’ γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών του Εμμανουέλ Μακρόν και της Μαρίν Λεπέν, έγιναν βανδαλισμοί σε κτίρια του παγκοσμίου φήμης ιδρύματος. Εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου και αποδόθηκαν αυτή τη φορά στον «γαλλικό εξαιρετισμό», προβάλλοντας την ιστορική διάσταση του φαινομένου λόγω του Μάη του ’68 κοκ. Σίγουρα στην Ελλάδα τέτοια επεισόδια λαμβάνουν χώρα με μεγαλύτερη συχνότητα, ωστόσο, ρίχνουμε νερό στο μύλο όσων επιδιώκουν ένα υποτίθεται «νοικοκυρεμένο» -εκδρομές στις Κυκλάδες και πολιτικός παραγοντισμός για μια θέση στο δημόσιο που χλευάζουμε-, αλλά ταυτόχρονα κατεσταλμένο ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Επιπλέον, αν σταχυολογήσει κάποιος τα γεγονότα και τις καταστάσεις μπορεί να πάει ένα σκαλοπάτι πιο κάτω στις εκπαιδευτικές βαθμίδες και να δει ότι το φαινόμενο των καταλήψεων ξεκινά από τα γυμνασιακά χρόνια, πολλές φορές χωρίς ουσιαστικά αιτήματα, αλλά προφανώς από την ανάγκη διαμαρτυρίας γι’ αυτά που συμβαίνουν στον καθένα, που όμως συνεχίζουν να έχουν ατομικό χαρακτήρα και αυτοί οι ακτιβισμοί να εκφυλίζονται σε προσωπικές ή ομαδοποιημένες εξουσιαστικές νησίδες μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Μια κατάσταση που πολλές φορές οδηγεί σε συγκρούσεις μέσα στην ίδια τη σχολική μονάδα ή μεταξύ άλλων σχολικών μονάδων. Όμως, οι «επαναστάτες χωρίς αιτία» όπως κάποιοι θέλουν να τους χαρακτηρίζουν δεν αντιμετωπίζονται με τη σκληρή καταστολή.
Το ερώτημα, ωστόσο, που προκύπτει και θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι αν τελικά με τις νέες εξελίξεις θα υπάρχει ασφάλεια ή ανασφάλεια εντός Πανεπιστημίων. Προφανώς και πρέπει να υπάρχουν συνέπειες για την καταστροφή δημόσιας περιουσίας, αφού λόγου χάρη μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη αποτελεί δημόσιο κοινωνικό αγαθό. Η απάντηση είναι ότι οι νόμοι ψηφίζονται για να εφαρμόζονται και δεν πρέπει να ξαναδούμε εικόνες σαν αυτή με τον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ, αλλά οι συγκεκριμένοι που αφορούν στην πανεπιστημιακή αστυνομία, με την επικουρία στην παρούσα φάση πρυτανικών αρχών, όπως αυτή η υπερβάλλοντος ζήλου του πρύτανη του ΑΠΘ, θεσπίστηκαν με βαρύ ιδεολογικό πρόσημο, απευθυνόμενοι κυρίως σε όσους είναι έξω από τα πανεπιστήμια -δεξαμενές ψήφων- και όχι στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Γιατί αποτελεί θεμελιώδη αντίφαση να επικαλείται η κυβέρνηση την ομαλή λειτουργία των ΑΕΙ, όταν την ίδια στιγμή τα αποδυναμώνει θεσμικά, ακαδημαϊκά και λειτουργικά…