Πιστός στο δόγμα των προκλήσεων εμφανίστηκε για άλλη μία φορά ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, Χρίστιαν Μίτσκοσκι παραβιάζοντας ξανά τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Μιλώντας σε εκδήλωση στα Σκόπια για τη συμπλήρωση ενός έτους λειτουργίας της «Λέσχης-Αναγνωστηρίου της Λευκής Θάλασσας» ανέφερε πώς «το μακεδονικό ζήτημα δεν έχει κλείσει». Επίσης, υποστήριξε πώς θα τεθεί κάποια στιγμή στο τραπέζι «των παγκόσμιων μεγάλων δυνάμεων».
Εμμένοντας στη σκληρή εθνικιστική ρητορική εξέφρασε την πεποίθηση ότι με τη δύναμη των επιχειρημάτων «θα αποκαταστήσουμε όλα εκείνα που όχι μόνον τα τελευταία χρόνια, αλλά ίσως και τις προηγούμενες δεκαετίες και αιώνες στο παρελθόν έχουμε απολέσει».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας δυναμιτίζει με δηλώσεις του τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, θέτοντας εν αμφιβόλω τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο Χρίστιαν Μίτσκοσκι, ο οποίος ηγείται του εθνικιστικού VMRO-DPMNE από το 2017, υπερασπίζεται την εθνικιστική ατζέντα με την οποία εξελέγη. Επανειλημμένως έχει υποστηρίξει πώς δεν πρόκειται ποτέ να χρησιμοποιήσει το συνταγματικό όνομα της χώρας χώρας «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» ακόμη και αν του αφαιρεθεί το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Υπενθυμίζεται πώς κατά τη συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησής του και λίγο πριν από την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του, είχε χαρακτηρίσει ως «επαίσχυντο» τον προσδιορισμό «Βόρεια».
Η πάγια τακτική του Μίτσκοτσκι
Ο Χρίστιαν Μίτσκοσκι ακολουθεί μία στρατηγική αναθεωρητισμού προβάλλοντας τη χώρα του ως « θύμα», επιδιώκοντας τη μονοπώληση του όρου «Μακεδονία». Πρόκειται για μία πάγια τακτική μέσω της οποία καλλιεργεί τις εθνικιστικές βλέψεις και στο εξωτερικό. Τόσο ο ίδιος όσο η πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας αλλά και οι Υπουργοί της κυβέρνησής της αποκαλούν συστηματικά τη χώρα ως «Μακεδονία».
Παρόμοιους ισχυρισμούς περί «άλυτου» και «υπαρκτού ακόμη μακεδονικού ζητήματος» είχε εκφράσει ο Χρίστιαν Μίτσκοσκι και τον περασμένο Ιανουάριο σε συγκέντρωση ομογενών στο Νιού Τζέρσεϊ.
Κατά τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον περασμένο Φεβρουάριο έθεσε ζήτημα «μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας». Ο Σκοπιανός πρωθυπουργός αναφερόμενος στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ισχυρίστηκε ότι αυτό έγινε αφού πρώτα η χώρα του «αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά της». Παράλληλα, επεσήμανε ότι όταν γίνεται λόγος για δύο μέτρα και δύο σταθμά στην πολιτική θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το “μακεδονικό ζήτημα”, γιατί, όπως τόνισε, εδώ και δύο δεκαετίες η υποψηφιότητα της χώρας του για ένταξη στην ΕΕ δεν μπορεί να υλοποιηθεί λόγω τεχνητών ζητημάτων που τίθενται κάθε φορά.
Τι προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών
Ωστόσο, η Συμφωνία των Πρεσπών ορίζει πώς η γειτονική χώρα ονοματίζεται Βόρεια Μακεδονία και τερματίζεται η σταθερή δυναμική διεθνούς αναγνώρισης της ΠΓΔΜ με την συνταγματική της ονομασία (πάνω από 130 χώρες). Στο εξής, όχι μόνον το όνομα της χώρας παύει να είναι «Μακεδονία», αλλά δεν μπορούν να ονομάζονται «μακεδονικοί», χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια» όλοι οι κρατικοί θεσμοί, τα δημόσια κτίρια ή ακόμη και ιδιωτικοί φορείς, εφόσον χρηματοδοτούνται από το κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. ζ΄).
Η στάση της Αθήνας
Η Αθήνα έχει χαρακτηρίσει ως πρόκληση το γεγονός ότι η ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας επιχειρεί να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ζήτημα που έχει επιλυθεί οριστικά και αμετάκλητα, ενώ επιστρέφει «σε ενέργειες του παρελθόντος που υποδηλώνουν αλυτρωτική διάθεση και πλήρη άγνοια της ιστορίας».
Παράλληλα τονίζει πώς «το erga omnes δεν επιδέχεται αμφισβήτηση» υπογραμμίζοντας πώς τα νομικά κείμενα δεν ερμηνεύονται με βάση την εικαζόμενη βούληση και την επιθυμία καθενός αλλά με βάση το γράμμα και το πνεύμα τους. Ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας Γιώργος Γεραπετρίτης από την πρώτη στιγμή έθεσε αναλυτικά υπ’ όψιν των ευρωπαίων ομολόγων του τις σχετικές παραβιάσεις.
Σε παλαιότερη ανακοίνωσή του το Υπουργείο Εξωτερικών (23/1) υπενθυμίζει ότι «η περαιτέρω πρόοδος στις διμερείς της σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία και η ομαλή συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της γείτονος προϋποθέτουν τον πλήρη σεβασμό της Συμφωνίας των Πρεσπών και βεβαίως την αποχή από αλυτρωτικές διακηρύξεις και αξιώσεις εις βάρος γειτονικών χωρών». Μάλιστα, ο Υπουργός Εξωτερικών έχει διαμηνύσει προς τη γείτονα ότι «η πορεία προς την ευρωπαϊκή ένταξη, προϋποθέτει την πλήρη και χωρίς όρους συμμόρφωση, προς το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες».