Το συνεχές των κρίσεων που βίωσε η χώρα μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Η σταθερή ανοδική κοινωνική κινητικότητα που είχαμε πετύχει τις περασμένες δεκαετίες αποδυναμώθηκε. Οι νεότερες γενιές, ιδιαίτερα, υπέστησαν το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς οι προσδοκίες τους για μια καλύτερη ζωή από εκείνη των γονιών τους κατακρημνίστηκαν.
Σήμερα, παρά τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμη να αναπληρώσει, σε ικανοποιητικό βαθμό, τις απώλειες των περασμένων ετών στα εισοδήματα και στο βιοτικό επίπεδο. Με βάση στοιχεία από τον ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι κατά τη δεκαετία 2012-2022 η χώρα μας εμφανίζει τη μικρότερη αύξηση του μέσου ετήσιου μισθού, μόλις κατά 1,5%, ποσοστό που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των υπολοίπων χωρών.
Επιπλέον, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός και η χαμηλότερη αύξηση των μισθών, σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, καθιστούν την Ελλάδα τη μοναδική ευρωπαϊκή οικονομία στην οποία ο πληθυσμός έχει χάσει τόσο μεγάλη αγοραστική δύναμη από το 2000. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες πολίτες έκλεισαν το 2022 με αγοραστική δύναμη κατά 18,2% χαμηλότερη σε σχέση με το 2000.
Μόνο το 2022, επήλθε μείωση των πραγματικών μισθών κατά 7,4%, λόγω της πληθωριστικής κρίσης, σε συνδυασμό βέβαια με την αναποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων για την αναχαίτισή της. Η σημαντική αυτή απώλεια ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, το ποσοστό επιβάρυνσης των ελληνικών νοικοκυριών για στέγαση παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ και οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας των Ελλήνων είναι οι δεύτερες υψηλότερες μεταξύ του συνόλου των κρατών-μελών. Την ίδια στιγμή, οι τιμές στα είδη διατροφής, ιδίως, καλπάζουν για πάνω από ενάμιση χρόνο, με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων να βρίσκεται στην τρίτη χαμηλότερη θέση στην ΕΕ.
Αν κοιτάξουμε, λοιπόν, τη μεγάλη εικόνα θα δούμε ότι τα εισοδήματα των νοικοκυριών δεν έχουν αυξηθεί με τον απαιτούμενο ρυθμό έως σήμερα, ώστε να υπερκαλύψουν τις απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας αλλά και να αντισταθμίσουν τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις. Το επίπεδο ζωής για την πλειονότητα των πολιτών δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά σε σχέση με το 2018, παρότι έχει μεσολαβήσει η τυπική έξοδος από τα προγράμματα στήριξης και η οικονομία της χώρας έχει ανακάμψει σημαντικά.
Εφησυχασμός δεν χωρά. Σε λίγα χρόνια από σήμερα, το 2032 οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος για το δημόσιο χρέος, θα πρέπει να πληρώνουμε μόνο για τόκους, σε ετήσια βάση, πάνω από 12 δισεκ. ευρώ, ενώ σήμερα δανειζόμαστε από τις αγορές γύρω στα 6-8 δισεκ. ετησίως. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έπειτα από 13 δύσκολα χρόνια αποτελεί, αναντίρρητα, εξαιρετικά θετική εξέλιξη που φέρει τη σφραγίδα των υπεύθυνων πολιτικών της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την αποτροπή της χρεοκοπίας. Για εμάς όμως, η επενδυτική βαθμίδα είναι μέσο για την επίτευξη του πραγματικού εθνικού στόχου: Μιας ανθεκτικής και συνεκτικής κοινωνίας, της δίκαιης ανάπτυξης, της ευημερίας και της προόδου για όλους τους πολίτες, όχι τους αρεστούς.
Σε έναν κόσμο ραγδαίων αλλαγών, αλλεπάλληλων κρίσεων και αυξανόμενων προκλήσεων, πιστεύουμε ακράδαντα πως απαιτείται ο σχεδιασμός πολιτικών που συνδυάζουν αποτελεσματικά μέτρα επίτευξης τριών στόχων: (α) Της πράσινης μετάβασης και της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, (β) της δημοσιονομικής σταθερότητας και (γ) της κοινωνικής συνοχής.
Η δίκαιη πράσινη μετάβαση και η οχύρωση της χώρας έναντι φυσικών καταστροφών που εντείνονται από την κλιματική αλλαγή αποτελούν sine qua non προϋπόθεση για μακροπρόθεσμη και σταθερή ανάπτυξη. Η ελληνική οικονομία έτρεχε τα προηγούμενα χρόνια ταχύτερα από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως γιατί ξεκινούσε από πολύ χαμηλά. Πλέον, ο ρυθμός της εξασθενεί και συνεπώς, είναι ανάγκη να επιταχύνουμε τον ρυθμό αύξησης όχι μόνο του πραγματικού ΑΕΠ, αλλά και του δυνητικού ΑΕΠ της οικονομίας μας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής κατέθεσε τη δική του πρόταση για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με σκοπό ο κύριος κορμός του να πάει σε παραγωγικές επενδύσεις στους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, εφαρμόζοντας την πράσινη και συμπεριληπτική αναπτυξιακή πολιτική την οποία πρεσβεύουμε.
Η διασφάλιση ενός βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου «Made in Greece», με έμφαση στην εγχώρια προστιθέμενη αξία, όπως έχουμε κατ’ επανάληψη προτείνει, θα μάς δώσει τη δυνατότητα να σταθεροποιήσουμε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και να επιτυγχάνουμε τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς όμως να αποστερούμε πόρους από την πραγματική οικονομία.
Τέλος, σκοπός μας ως σοσιαλδημοκράτες είναι η αναδιανομή του πλούτου και του εισοδήματος με φορολογική δικαιοσύνη, η παροχή ενισχυμένων και αξιόπιστων υπηρεσιών παιδείας, υγείας, ασφάλειας και μεταφορών. Εάν οι αναπτυξιακές προσπάθειες δεν καταλήξουν στην οικοδόμηση ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος τότε ούτε η οικονομία, πολύ περισσότερο η κοινωνία μας, δεν θα αποκτήσουν την αναγκαία ανθεκτικότητα στις δεκαετίες που έρχονται.
Συνιστά εθνική αναγκαιότητα να διασφαλίσουμε, ιδιαίτερα για τις νέες γενιές της πατρίδας μας, ότι δεν θα έχουμε ποτέ ξανά «χαμένες δεκαετίες». Για να το πετύχουμε όμως, χρειάζεται ένα άλλο -προοδευτικό- υπόδειγμα πολιτικής που όχι μόνο θα καλύψει το χαμένο έδαφος αλλά θα επιταχύνει τα άλματα που χρειάζεται να πραγματοποιήσουμε προς ένα μέλλον ασφάλειας, προοπτικής και δικαιοσύνης.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση του Euro2day.gr και των New York Times