Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση ως η «μοναδική ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, την ανασυγκρότηση και τον συνολικό παραγωγικό αναπροσανατολισμό της εθνικής οικονομίας». Τα 72 δισεκατομμύρια ευρώ του Ταμείου συγκροτούν τη μεγαλύτερη, σε καιρούς ειρήνης και δημοσιονομικής ομαλότητας, χρηματοδότηση που είχε ποτέ η χώρα μας.
Και ενώ βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη συγκυρία στην ιστορία της ελληνικής οικονομίας, ύστερα από μια δεκαετή κρίση, η μέχρι σήμερα αξιοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων του Ταμείου, αποδεικνύει ότι μιλάμε για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία.
Γιατί οι πόροι του Ταμείου και του ΕΣΠΑ δυνητικά θα έπρεπε να χρηματοδοτούν κλάδους της οικονομίας που έχουν άμεση σχέση με την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Μια τεράστια ευκαιρία, η οποία παραμένει ανεκμετάλλευτη.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) ενσαρκώνει τις αντιφάσεις της τρέχουσας συγκυρίας. Δεν εξυπηρετεί την ανάγκη ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να ακολουθήσει μια αναπτυξιακή στρατηγική που βασίζεται περισσότερο στις εξαγωγές και λιγότερο στην εγχώρια καταναλωτική ζήτηση. Την ίδια στιγμή χρονίζοντα προβλήματα της εθνικής οικονομίας που σχετίζονται με τη γερασμένη κοινωνία, το στρεβλό φορολογικό σύστημα, τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, τον υπερσυγκεντρωτισμό της Αττικής και τις περιφερειακές ανισότητες, την ελλιπέστατη ενεργειακή διασύνδεση της χώρας με την Ευρώπη, παραμένουν επίκαιρα, αφού ισχυρές δυνάμεις πιέζουν για μια εμμονή στην πεπατημένη. Η κληρονομιά του παρελθόντος βαραίνει στους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, περιορίζοντας τα περιθώρια ευελιξίας.
Η χώρα μέσα στα επόμενα χρόνια θα μπορούσε να αλλάξει «πίστα», με την προϋπόθεση ότι τα κεφάλαια του Ταμείου δεν ακολουθούσαν τη διαδρομή ανάλογων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πακέτων, τα οποία απορροφήθηκαν συντεχνιακά και κοντόφθαλμα. Γιατί δεν είναι μόνο η ικανότητα των κρατών να απορροφούν τους πόρους, αλλά τα ίδια τα έργα να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών.
Όσο κι αν επί χρόνια συζητάμε το σχεδιασμό ενός παραγωγικού μοντέλου που θα αξιοποιεί τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του τόπου μας, συνεχώς αναβάλουμε αυτήν την προτεραιότητα. Το Ταμείο Ανάκαμψης, το Πρόγραμμα Παραγωγικής Ανασυγκρότησης και το νέο ΕΣΠΑ, θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε η χώρα να χρηματοδοτήσει έναν νέο παραγωγικό προσανατολισμό. Είτε πρόκειται για τον Τουρισμό, είτε για την Πράσινη Ενέργεια, είτε για την Ψηφιακή Οικονομία, απαιτείται ένας νέος σχεδιασμός.
Δυστυχώς, όπως διαπιστώνει όποιος μελετήσει την κατεύθυνση των χρηματοδοτήσεων, κυριαρχεί η λογική του κατακερματισμού, η έλλειψη έμπνευσης και οράματος, τα μικρά και μη πολλαπλασιαστικά έργα, ενδεχομένως ο πελατειασμός και η μικροπολιτική σκοπιμότητα.
Αντ’ αυτών η χώρα θα έπρεπε να έχει αποφασίσει ποια θα είναι η θέση της σε έναν νέο και γεμάτο προκλήσεις κόσμο. Να αποφασίσει τον τομέα της οικονομίας στον οποίο θα μπορούσε να καταστεί πρωταγωνίστρια στην Ευρώπη. Υπάρχουν χώρες που το κατάφεραν χωρίς την υποβοήθηση χρηματοδοτικών προγραμμάτων, χώρες όπως η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, το Ισραήλ κτλ., χώρες με αντίστοιχο πληθυσμό και πολλές φορές μεγαλύτερα προβλήματα. Βρήκαν όμως τον τρόπο να διοχετεύσουν την αυτοπεποίθησή τους και να γίνουν ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο.
Η ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να πάει χαμένη. Το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να λειτουργήσει ως μηχανισμός θωράκισης της χώρας και ως βασικό εργαλείο για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση. Αυτό όμως προϋποθέτει ριζική αλλαγή πολιτικής: να αξιοποιηθεί δηλαδή όχι για την ανακύκλωση ενός παλιού και αναποτελεσματικού μοντέλου, αλλά για τη χάραξη νέων επενδύσεων και έργων υποδομής που θα λειτουργήσουν -μεταξύ άλλων- και ως μηχανισμοί απορρόφησης των κραδασμών της κρίσης.
Η ανθεκτικότητα της οικονομίας, παραμένει το μεγάλο ζητούμενο διότι δεν δικαιολογείται σε κάθε διεθνή κρίση να είμαστε ο πιο αδύναμος κρίκος. Την ίδια στιγμή η ευελιξία, η ετοιμότητα για την αντιμετώπιση νέων συνθηκών, η προσαρμογή για να ανταποκρινόμαστε σε απρόβλεπτα γεγονότα με γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο αποτελούν δύο βασικές προτεραιότητες στη βάση ενός ρεαλιστικού σχεδίου για την Ελλάδα των επόμενων χρόνων, που θα αξιοποιεί κάθε διαθέσιμο χρηματοδοτικό εργαλείο για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, τη βιώσιμη ενίσχυση των υποδομών και την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της.