Νέα δεδομένα στη διαμονή των τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας, έχουν διαμορφωθεί λόγω της ανάπτυξης βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων. Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερα σημαντική αναδεικνύεται η συνεισφορά του κλάδου συνολικά στην οικονομία της χώρας μας αλλά και στην ελληνική κοινωνία.
Βραχυχρόνιες ενοικιάσεις το 21,5% των συνολικών διανυκτερεύσεων
Σύμφωνα με την έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αντιπροσωπεύουν πλέον το 21,5% των συνολικών διανυκτερεύσεων των επισκεπτών στην Ελλάδα. Συνεισφέρουν σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας, σε ποσοστό 1,65% ως άμεση επίδραση που αντιστοιχεί σε 3,44 δισ. ευρώ το 2022, υποστηρίζοντας επίσης περίπου 54.000 θέσεις εργασίας. Αν λάβουμε υπόψιν την έμμεση επίδραση τους στην οικονομία, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 7,58 και 8,12 δισ. ευρώ, ή 3,64% έως 3,90% του ΑΕΠ.
Συνολικά το 2022 πραγματοποιήθηκαν 28,6 εκατ. διανυκτερεύσεις σε ακίνητα που έχουν εγγραφεί σε πλατφόρμες, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους, για οκτώ συνεχόμενους μήνες, οι μηνιαίες διανυκτερεύσεις επισκεπτών στα ξεπέρασαν σταθερά το ένα εκατομμύριο. Ο τζίρος του κλάδου διαμορφώθηκε σε 3,76 δισ. ευρώ, εκ των οποίων, 1,38 δισ. ευρώ αφορούν στον κύκλο εργασιών των καταλυμάτων (αυξημένος κατά 10% σε σχέση με το 2019) και τα 2,38 δισ. ευρώ σε λοιπές δαπάνες των τουριστών.
Καλύπτοντας το κενό μεταξύ ζήτησης και προσφοράς
Η ραγδαία επέκταση του τουρισμού στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει την αύξηση των διαθέσιμων ξενοδοχειακών καταλυμάτων, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας. Ενδεικτικά, την περίοδο 2013-2022, οι αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 58% φτάνοντας τις 31,4 εκατ. αφίξεις, ενώ ταυτόχρονα οι διαθέσιμες θέσεις κλινών ξενοδοχειακών μονάδων την ίδια περίοδο αυξήθηκαν μόνο κατά 6% φτάνοντας τα 1,3 εκατομμύρια το 2022. Το κενό μεταξύ ζήτησης και προσφοράς αντιμετωπίστηκε με την ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων παρέχοντας ένα ευέλικτο φάσμα επιλογών διαμονής για τους ταξιδιώτες.
Αξίζει να σημειωθεί ακόμη η δυναμική που διαπιστώνεται για αύξηση της χρήσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων από τους Έλληνες για εσωτερικό τουρισμό, καθώς τείνουν να επιλέγουν όλο και πιο σπάνια καταλύματα σε ξενοδοχεία κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με την έρευνα ότι μόνο το 10% των Ελλήνων επιλέγει διαμονή σε ξενοδοχείο για τις διακοπές του.
Με βάση δε τα στοιχεία του 2021 η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο απόθεμα κενών κατοικιών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ27 καθώς αποτελούν το 35,3% του συνόλου. Η ενασχόληση με δραστηριότητες βραχυχρόνιας μίσθωσης προσφέρει στους ιδιοκτήτες ακινήτων την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τα διαθέσιμα ακίνητά τους, παρέχοντας μια πηγή πρόσθετων εσόδων.
Σημειώνεται ότι το καλοκαίρι του 2023 μόνο το 33% των Ελλήνων καταναλωτών αναμενόταν να πάει διακοπές ενώ ταυτόχρονα το 16% ξοδεύει τουλάχιστον το 100% ή περισσότερο του μηνιαίου εισοδήματός του (Μελέτη ΣΕΛΠΕ/ELTRUN 2023). Ως εκ τούτου, για ένα σημαντικό μέρος των νοικοκυριών στην Ελλάδα ο κλάδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης αποτελεί οικονομική αναγκαιότητα αφού καλύπτει την ανάγκη μείωσης του κόστους στα ταξίδια και την ανάγκη για συμπληρωματικό εισόδημα.
Παράλληλα διαπιστώνεται ότι η ευρεία εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου, ειδικά στο πλαίσιο του τουρισμού, έχει φέρει ριζικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι ταξιδιώτες αναζητούν, συγκρίνουν και συναλλάσσονται για καταλύματα. Για παράδειγμα, η πιο δημοφιλής κατηγορία για τους Έλληνες online αγοραστές είναι οι τουριστικές υπηρεσίες με το 32% των χρηστών του Διαδικτύου να αγοράζουν υπηρεσίες online. Η ψηφιακή αυτή εξέλιξη έχει διευκολύνει σημαντικά την προσβασιμότητα και τη δημοτικότητα των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων, επιτρέποντάς τους να εξυπηρετούν αποτελεσματικά τις ανάγκες ενός ψηφιοποιημένου πελάτη. Για παράδειγμα, το 20,5% των πολιτών στην ΕΕ27 και το 14,3% των Ελλήνων χρησιμοποιούν οποιονδήποτε ιστότοπο ή εφαρμογή για να κανονίσουν διαμονή φιλοξενία από άλλο άτομο.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, οι βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα τόσο στους οικοδεσπότες που έχουν την ευκαιρία για πρόσθετο εισόδημα, όσο και στους επισκέπτες, παρέχοντας τους πιο οικονομικές επιλογές σε σύγκριση με τα παραδοσιακά καταλύματα και επιτρέποντάς τους οικονομικές ταξιδιωτικές εμπειρίες.
Η ανάπτυξη του κλάδου συμβάλλει επίσης στη βελτίωση των τοπικών συνθηκών διαβίωσης κάτι που είναι ιδιαίτερα αισθητό σε λιγότερο τουριστικές γειτονιές, όπου οι βραχυχρόνιες μισθώσεις παρέχουν επιλογές διαμονής που διαφορετικά μπορεί να είναι περιορισμένες. Οδηγεί ακόμη σε αύξηση των τοπικών επενδύσεων, καθώς οι οικοδεσπότες και οι επισκέπτες δίνουν κίνητρα για ανάπτυξη στις τοπικές επιχειρήσεις. Αυτό, με τη σειρά του, έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της δαπάνης στην περιοχή, η οποία μπορεί να έχει θετική επίδραση στη συνολική οικονομική ευρωστία της περιοχής. Τα έσοδα που παράγονται από αυτόν τον τομέα μπορούν να επανεπενδυθούν στην κοινότητα, οδηγώντας σε βελτίωση στις υποδομές, τις ανέσεις και άλλες βασικές υπηρεσίες που ωφελούν τόσο τους κατοίκους όσο και τους επισκέπτες.