Αδήλωτη εργασία και μερική απασχόληση για τους νέους- Η εικόνα στην Κρήτη

Πρέπει να διαβάσετε

Για τα βασικά ευρύματα της έρευνας «Επισφαλής Εργασία και Νέα Γενιά στην Ελλάδα σήμερα» που μόλις ολοκληρώθηκε, μίλησε στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό CRETA και στην εκπομπή Live με την Αντιγόνη, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Παπαδάκης.

Ερωτηθείς για την έννοια της επισφαλής εργασίας, ο κ. Παπαδάκης επεσήμανε πως στην πραγματικότητα, με βάση το Διεθνές Γραφείο Εργασίας προσδιορίζεται μια σειρά από εκδοχές απασχολήσης που αφορούν δύο διαφορετικούς τύπους. «Την περιορισμένη φύση της σύμβασης και την ίδια την φύση της εργασιακής σχέσης. Περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι μορφές από την προσωρινή εργασία μέχρι την μερική απασχόληση που συμπεριλαμβάνει το part time αλλά είναι ειδική κατηγορία μέχρι την εποχική απασχόληση, μέχρι υποκρυπτόμενες εργασιακές σχέσεις. Έχουν εκταθεί οι μορφές της επισφαλούς εργασίας παγκοσμίως και στην Ελλάδα, άρα περιλαμβάνουμε μια σειρά από τις λεγόμενες μορφές ευέλικτης απασχόλησης. Όμως στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπουμε και από τα ευρύματα είναι πράγματι επισφαλής. Συνδέονται, με ισχυρή κοινωνική ευαλωτότητα, έχουμε τελείως καινούριες μορφές. Στη Μ. Βρετανία έχει καθιερωθεί το ότι ο εργαζόμενος εργάζεται στον εργοδότη ως αυτοαπασχολούμενος. Πρόκειται για υπερεργολαβία άρα στην πραγματικότητα φορτώνεται τις ασφαλιστικές εισφορές μόνος του». 

Μάλιστα, ανέφερε πως το μοντέλο της Μ. Βρετανία στην Ελλάδα δεν έχει πάρει νομική μορφή όμως στην πράξη, στην πραγματική αγορά εργασίας έχει έρθει.

Σύμφωνα με τον κ. Παπαδάκη και όπως προέκυψε από την έρευνα οι νέοι φαίνεται να απασχολούνται, ως επί το πλείστον σε επισφαλείς μορφές εργασίας είτε με σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, κυρίως μερικού ωραρίου, εκ περιτροπής εργασία και δηλωμένη αυτό-απασχόληση, είτε με αδήλωτη εργασία σε επιχειρήσεις/εταιρείες ή αδήλωτη αυτό-απασχόληση ή αδήλωτη τηλεργασία.

Προέκυψε επίσης ότι οι νέοι «επιλέγουν» να εργαστούν σε επισφαλείς θέσεις απασχόλησης, κυρίως για λόγους βιοπορισμού και επιβίωσης και προκειμένου να εξέλθουν από το καθεστώς ανεργίας στο οποίο βρίσκονται, είτε λόγω έλλειψης εναλλακτικών επιλογών (ο «βαθμός απελπισίας» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μία από τις συμμετέχουσες στις ερευνητικές συνεντεύξεις).

Τέλος, ο κ. Παπαδάκης δήλωσε πως με την πανδημία του κορωνοϊού έχουν χειροτερέψει τα πράγματα, με αποτέλεσμα να την «πληρώνουν» οι ευάλωτες ομάδες και συνήθως οι νέοι. Κάτι, που το είδαμε να συμβαίνει και στην Κρήτη. 

 

Αναλυτικά το κείμενο της έρευνας: 

Αναμφίβολα, η παρατεταμένη (δεκαετής) οικονομική ύφεση και τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο των Μνημονίων στην Ελλάδα επέφεραν μία σειρά από δραματικές μεταβολές στα πεδία της οικονομίας και της απασχόλησης, απορρυθμίζοντας την αγορά εργασίας, αυξάνοντας τα ποσοστά ανεργίας, ιδίως της νεανικής, και έχοντας άμεση επίπτωση στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Τα προαναφερθέντα συνδέονται με την (διαπιστωμένη) ραγδαία διεύρυνση του φαινομένου της επισφαλούς εργασίας και της (ποιοτικής και ποσοτικής) αύξησης των επισφαλών μορφών εργασίας στην Ελλάδα, στις οποίες εξ ανάγκης η νέα γενιά αρκετά συχνά στρέφεται, ελλείψει εναλλακτικών. Κοντολογίς, έχει δημιουργηθεί μία νέα συνθήκη στην αγορά εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας εντείνονται (ειδικά ως προς τη νέα γενιά) οι μορφές εργασίας που χαρακτηρίζονται από επισφάλεια και ελαστικότητα όπως η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής απασχόληση, η εποχική απασχόληση, η αδήλωτη εργασία κ.λπ.. Οι επισφαλείς μορφές εργασίας δύνανται να κατηγοριοποιηθούν, στη βάση δύο μείζονων χαρακτηριστικών, σύμφωνα με τον ILO (2011): i. Την περιορισμένη χρονική διάρκεια της σύμβασης, ii. Την φύση της εργασιακής σχέσης.

Κάποια από τα βασικά ευρήματα της δευτερογενούς ποσοτικής ανάλυσης, που διεξήχθη στο πλαίσιο της Έρευνάς μας, είναι τα ακόλουθα (βλ. Eurostat 2020a- Eurostat 2020o, ΕΛΣΤΑΤ 2020a, Papadakis et al 2020):  Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης, κατά την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα για τους νέους 15-29 ετών, έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το 2019, το ποσοστό των μερικώς απασχολούμενων νέων 15-24 ετών ήταν 30%. Κατά τα έτη 2010-2019 (σύμφωνα με τη Eurostat και την ΕΛΣΤΑΤ): i. Ο βασικός λόγος «επιλογής» της μερικής είτε της προσωρινής απασχόλησης (κυρίως για τους νέους) ήταν η αδυναμία εύρεσης θέσης πλήρους απασχόλησης («μη ηθελημένη» επισφαλής απασχόληση). ii. Από σειρά ευρημάτων, διαπιστώνεται η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ μορφωτικού επιπέδου και μερικής- προσωρινής απασχόλησης. iii. Υπάρχει έντονη έμφυλη διάσταση στην επισφαλή απασχόληση. iv. Καθίσταται εμφανής η τάση εξελικτικής υπερ-αντιπροσώπευσης επισφαλών μορφών απασχόλησης στις προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα. v. Οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι, που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα, ήταν υπερδιπλάσιοι συγκριτικά με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, ενώ οι εργαζόμενοι προσωρινής απασχόλησης διέτρεχαν (αντίστοιχα) σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο να φτωχοποιηθούν, Προκύπτει λοιπόν η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ επισφαλούς απασχόλησης, κοινωνικής ευπάθειας και κινδύνου φτώχειας. 

Τέλος, οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας είναι ήδη πολυδιάστατες και έχουν επηρεάσει το σύνολο των κλάδων της οικονομίας, αλλά και την αγορά εργασίας, αυξάνοντας την επισφάλεια στην απασχόληση. Μεταξύ άλλων (βλ. Eurostat 2021a- 2021d, Eurofound 2020b, ΕΛΣΤΑΤ 2020a- 2020d, ΕΛΣΤΑΤ 2021, ΕΙΕΑΔ 2020, Κώτσιος 2020, Λαλιώτη 2020, ΓΣΕΕ 2020): Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 και οι απώλειες εισοδήματος, σε επίπεδο Ε.Ε., ήταν ιδιαίτερα μεγάλες για τις πιο ευάλωτες υποομάδες του εργατικού πληθυσμού.  Έπληξαν ιδιαίτερα τους χαμηλόμισθους και τους επισφαλώς εργαζόμενους, παρά τα προσωρινά μέτρα πολιτικής που θεσπίστηκαν σε όλα τα κράτη μέλη. Σε ολόκληρη την EU27, πάνω από το ένα τέταρτο των εργαζόμενων, μέχρι το καλοκαίρι του 2020, είχαν χάσει την εργασία τους, είτε προσωρινά (23%) είτε μόνιμα (5%), ενώ από τις επιπτώσεις της πανδημίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο πλήττονται περισσότερο οι νέοι. Οι χώρες που βασίζονται περισσότερο στον τουρισμό (όπως η Ελλάδα) φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος. Είναι ενδεικτικό ότι στην Κρήτη (όπου η τοπική οικονομία βασίζεται σημαντικά στον τουρισμό) υπήρξε ραγδαία αύξηση της ανεργίας ειδικά μετά την έναρξη του δεύτερου κύματος της πανδημίας και συνακόλουθα τα νέα περιοριστικά μέτρα. Η ανεργία αυξήθηκε από 12% τον Οκτώβριο του 2019 σε 19,3% τον Οκτώβριο του 2020 (ΕΛΣΤΑΤ 2021: 3). Ποσοστιαία μεταβολή της τάξεως του 60,8% μέσα σε ένα χρόνο, δηλαδή. Ο τομέας που πλήττεται περισσότερο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η εστίαση και οι υπηρεσίες καταλυμάτων με απώλειες σχεδόν 20%. Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα. Συνακόλουθα πλήττεται ιδιαίτερα μια σημαντική κατηγορία επισφαλώς εργαζομένων, δηλαδή οι εποχικοί εργαζόμενοι. Ειδικά οι νέοι που είναι και επισφαλώς εργαζόμενοι είναι αυτοί που έχουν κατ’ εξοχήν πληγεί από τις επιπτώσεις της πανδημίας.  Στην Ελλάδα, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020 το ποσοστό εργαζομένων σε θέσεις μερικής απασχόλησης ήταν 8,2%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που είχαν προσωρινή εργασία ήταν 7,2%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται μειωμένη  κατά 9,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (κυρίως λόγω της μετάβασης σε καθεστώς ανεργίας) ενώ η προσωρινή απασχόληση παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο κατά 8,4%. Στο διάστημα 2019-2020, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας (labour market slack- βλ Eurostat 2021a), στην Ελλάδα έπληξε περισσότερο τους νέους ηλικίας 15-24 σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 25-54, διευρύνοντας περισσότερο την επισφάλεια τους. Η υποτονικότητα αυτή ήταν κατά πολύ υψηλότερη από την αντίστοιχη του μέσου όρου των κρατών μελών της EU27. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, ήταν μία από τις χώρες με τα υψηλότερα μείωσης ωρών εργασίας. Αξίζει να επίσης να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Eurofound (2020b) η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων (14%) που έχασαν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας (όπως και η Ισπανία). Το δεύτερο κύμα της πανδημίας και τα πολύμηνα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν (και διαρκούν ακόμα) φαίνεται (από κάποιες πρώτες εκτιμήσεις) ότι μετέβαλαν την ήδη ιδιαίτερα δυσμενή κατάσταση στην αγορά εργασίας (η οποία είχε προσωρινά, κατά τι, βελτιωθεί το Γ΄ τρίμηνο του 2020, λόγω της άρσης του πρώτου lockdown και την προσωρινή – όπως αποδείχθηκε- μερική επανεκκίνηση της οικονομίας), επί τα χείρω, αυξάνοντας, μεταξύ άλλων και την επισφάλεια στην απασχόληση. 

Τα βασικά ευρήματα της δευτερογενούς ποσοτικής ανάλυσης επιβεβαιώνονται και από τη διεξαχθείσα ποιοτική έρευνα. 

Όπως προέκυψε από αυτήν, οι νέοι (18-29 ετών) φαίνεται να απασχολούνται, ως επί το πλείστον σε επισφαλείς μορφές εργασίας είτε με σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου (κυρίως μερικού ωραρίου), εκ περιτροπής εργασία και δηλωμένη αυτό-απασχόληση, είτε με αδήλωτη εργασία σε επιχειρήσεις/εταιρείες ή αδήλωτη αυτό-απασχόληση ή αδήλωτη τηλεργασία. Αξίζει να επισημανθεί ότι η επισφαλής εργασία στους νέους  φαίνεται να έχει λάβει εκτατικές διαστάσεις και παρατηρείται (βάσει των ερευνητικών ευρημάτων) σε αρκετούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας και επαγγελματικούς κλάδους όπως: υπηρεσιών, εστίασης, φαρμακοβιομηχανίας, παραϊατρικών επαγγελμάτων, αθλητισμού, τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρονικού εμπορίου κ.λπ.. Τα δε βασικά χαρακτηριστικά των επισφαλών μορφών εργασίας, ιδίως όταν εντάσσονται στο πλαίσιο σύναψης συμβάσεων, στις περισσότερες των περιπτώσεων φαίνεται να λαμβάνουν συνδυαστική μορφή, δηλαδή να υπάρχει ένας συνδυασμός αφενός αναντιστοιχίας μεταξύ της συναφθείσας σύμβασης και της πραγματικής απασχόλησης (σε ώρες, ημέρες, απολαβές και ένσημα), και ενίοτε ένας συνδυασμός δηλωμένης και αδήλωτης εργασίας. Αναδεικνύεται μία ευρύτερη τάση διεύρυνσης και «κανονικοποίησης» των μορφών επισφαλούς εργασίας αναφορικά με τη νέα γενιά, ιδίως του συνδυασμού δηλωμένης και αδήλωτης εργασίας αλλά και της αποκλειστικά αδήλωτης εργασίας καθώς και εκτεταμένης ελαστικοποίησης των όρων εργασίας. Διαμορφώνεται, έτσι ένα νέος δυϊσμός της αγοράς εργασίας (labour market dualization), μία νέα νόρμα, ο οποίος αφορά στους νέους που είναι επισφαλώς εργαζόμενοι: ως insiders δύναται να θεωρηθούν οι επισφαλώς εργαζόμενοι που απασχολούνται στο πλαίσιο ενός πιο δομημένου και λιγότερου ελαστικοποιημένου εργασιακού καθεστώτος, με πιο «κανονικούς» όρους απασχόλησης. Οι outsiders είναι οι νέοι/ες, που είναι επισφαλώς εργαζόμενοι και απασχολούνται με πολύ ελαστικοποιημένους και «ευέλικτους» όρους εργασίας, και με αυξημένο κίνδυνο να βιώσουν το «φαινόμενο (του) τρόμου» (κατά Lodovici & Semenza, 2012: 7). Προέκυψε επίσης ότι οι νέοι «επιλέγουν» να εργαστούν σε επισφαλείς θέσεις απασχόλησης, κυρίως για λόγους βιοπορισμού και επιβίωσης και προκειμένου να εξέλθουν από το καθεστώς ανεργίας στο οποίο βρίσκονται, είτε λόγω έλλειψης εναλλακτικών επιλογών (ο «βαθμός απελπισίας» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μία από τις συμμετέχουσες στις ερευνητικές συνεντεύξεις). Επίσης καταδεικνύεται ότι τόσο η πανδημία όσο και τα περιοριστικά μέτρα, που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην πλειοψηφία των επισφαλώς εργαζόμενων νέων, επηρεάζοντας τόσο τους όρους όσο και τις συνθήκες εργασίας τους και υποβαθμίζοντας (περαιτέρω) το βιοτικό τους επίπεδο, είτε λόγω μείωσης των χρηματικών τους απολαβών από την εργασία τους είτε λόγω μετακύλισης σε καθεστώς ανεργίας, αναστολής εργασίας ή μη καταβολής χρηματικών απολαβών από τους εργοδότες. Οι μετασχηματισμοί στην αγορά εργασίας, που έχουν επέλθει λόγω της πανδημίας και της συνακόλουθης οικονομικής Κρίσης-Ύφεσης, δείχνουν να εκβάλουν στην περαιτέρω επιδείνωση του εργασιακού status αρκετών νέων και συνακόλουθα στη μεταγωγή τους σε ένα πολύ πιο επισφαλές εργασιακό καθεστώς, προκαλώντας ουσιαστικά μία ρήξη στην ήδη επισφαλή βιοτική τους τροχιά. Καταληκτικά: η διαφαινομένη, διευρυμένη και (συχνά) εξαναγκαστική, νεόδμητη εργασιακή «κανονικότητα» (με τη συχνή παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων των επισφαλώς εργαζόμενων νέων και συνακόλουθα τις σοβαρές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις) δείχνει να οδηγεί σε μία ανακατασκευή της «ηθικής της εργασίας», με επικυρίαρχες τις (παράτυπες) εργασιακές νόρμες. Αυτές πλαισιώνονται από έναν επιβεβλημένο «νόμο της σιωπής», τόσο από την πλευρά των εργοδοτών όσο και από την πλευρά των εργαζομένων, στον οποίο οι τελευταίοι (εξ ανάγκης) συχνά συναινούν για λόγους βιοπορισμού και επιβίωσης και ελλείψει εναλλακτικών. Τα προαναφερθέντα θεωρούμε ότι έχουν εκβάλλει στη δημιουργία ενός νέου είδους «πρεκαριάτου» (βλ. Standing 2014), με κύριες συνισταμένες την επισφάλεια, την αβεβαιότητα και την κοινωνική ευαλωτότητα, αλλά και τη σταδιακή αποδυνάμωση του «standard framework of biography» (Alheit & Bergamini, 1998: 122) των νέων, μετατρέποντάς το ουσιαστικά σε ένα precarious framework of biography. Οι συνέπειες αυτών για την κοινωνική συνοχή ενδέχεται να αποβούν καθοριστικές και εκτατικές και η ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος (paradigm shift) στην αγορά εργασίας συνιστά μια επίμονη πρόσκληση για το σύνολο του πλέγματος των δημόσιων πολιτικών (public policy complex). 

Δείτε εδώ τα σχετικά γραφήματα.

 

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα